Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της προδοσίας όλων των κομμάτων του κοινοβουλίου εναντίον των Ελλήνων θα κοιτάξουμε την συμπεριφορά και τις δυνατότητες που είχαν και έχουν κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών, πριν και μετά μνημονίων...
Το 1932 η Ελλάδα είχε μπει σε μια παρόμοια κατάσταση υπερδανεισμού που τη καθιστούσε σε κίνδυνο πτώχευσης. Το 1936 το Ελληνικό Κράτος δηλαδή ο Ιωάννης Μεταξάς, αρνήθηκε να εξυπηρετήσει δάνειο που είχε συνάψει με την Βελγική Τράπεζα Societe Commerciale De Belgique.
Η κυβέρνηση του Βελγίου έσπευσε να συνδράμει την Βελγική τράπεζα και προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου που είχε ιδρυθεί από την Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομο του ΟΗΕ).
Στην προσφυγή της η Βελγική Κυβέρνηση κατηγορούσε την Ελλάδα ότι αθετεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Το Ελληνικό Κράτος (η Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά),απάντησε με υπόμνημα στο οποίο ανέφερε:
« Η Κυβέρνηση της Ελλάδος, ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού Λαού και για τη διοίκηση,την οικονομική ζωή,την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας, δεν θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή. Οποια κυβέρνηση και αν ήταν στην θέση της, το ίδιο θα έκανε.»
(Yearbook of the International Law Commission 1980, τομ.ΙΙ μέρος Α., σελ 25,26,27.)
H δίκη έγινε το 1938 και ο νομικός επρόσωπος του Ελληνικού Κράτους (της Κυβέρνησης Ιωάννη Μεταξά),κατέθεσε νέο υπόμνημα στο οποίο ανέφερε:
«Ενίοτε μπορεί να υπάρξει μια έκτακτη κατάσταση, η οποία κάνει αδύνατο για τις κυβερνήσεις να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους δανειστές και πρός τον Λαό τους.
Οι πόροι της χώρας είναι ανεπαρκείς για να εκπληρώσουν ταυτόχρονα δύο υποχρεώσεις.
Είναι αδύνατον να πληρώσει μια Κυβέρνηση το χρέος, και την ίδια στιγμή να παρασχεθεί στον λαό η κατάλληλη διοίκηση και οι εγγυημένες συνθήκες για την ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στα δύο.
Και φυσικά, το καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών, ΥΠΕΡΤΕΡΕΙ έναντι της πληρωμής των χρεών της.
Από κανένα κράτος δεν απαιτείται να εκπληρώσει, μερικά ή ολικά, τις χρηματικές του υποχρεώσεις, αν αυτό ΘΕΤΕΙ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του και έχει ως αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση της Διοίκησης της χώρας.
Στην περίπτωση που η αποπληρωμή των χρεών θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ζωή και τη διοίκηση, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διακόψει ή και να μειώσει την εξυπηρέτηση του χρέους».
Με βάση τα επιχειρήματα αυτά, το Διεθνές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου της Κοινωνίας των Εθνών δικαίωσε την Ελλάδα.
Σε αυτό το νομικό δεδομένο (Νομικά Επιχειρήματα Δικαστική Απόφαση), στηρίχθηκε το 2003 ο Πρόεδρος της Αργεντινής Νέστωρ Κίρσνερ, για να διαγράψει το μεγαλύτερο μέρος του Δημοσίου Χρέους της Αργεντινής και να σώσει τη χώρα τους από τα νύχια του ΔΝΤ..
Δικτατορία όμως σημαίνει κατάλυση του συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών και ως εκ τούτου είναι καταδικαστέα, όμως στη άπλετη δημοκρατία που έχουμε κάτω από το΄πλέγμα της παγκοσμιοποίησης που οι αγορές υπαγορεύουν πολιτικές στις κυβερνήσεις που εξαθλιώνουν τους λαούς, έχω χάσει τον λογαριασμό τι είναι χειρότερο..και γιατί να μπαίνει σε δίλημμα ο Ελληνικός λαός (δικτακτορία Ή προδοσία ? ).
Το 1932 η Ελλάδα είχε μπει σε μια παρόμοια κατάσταση υπερδανεισμού που τη καθιστούσε σε κίνδυνο πτώχευσης. Το 1936 το Ελληνικό Κράτος δηλαδή ο Ιωάννης Μεταξάς, αρνήθηκε να εξυπηρετήσει δάνειο που είχε συνάψει με την Βελγική Τράπεζα Societe Commerciale De Belgique.
Η κυβέρνηση του Βελγίου έσπευσε να συνδράμει την Βελγική τράπεζα και προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου που είχε ιδρυθεί από την Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομο του ΟΗΕ).
Στην προσφυγή της η Βελγική Κυβέρνηση κατηγορούσε την Ελλάδα ότι αθετεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Το Ελληνικό Κράτος (η Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά),απάντησε με υπόμνημα στο οποίο ανέφερε:
« Η Κυβέρνηση της Ελλάδος, ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού Λαού και για τη διοίκηση,την οικονομική ζωή,την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας, δεν θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή. Οποια κυβέρνηση και αν ήταν στην θέση της, το ίδιο θα έκανε.»
(Yearbook of the International Law Commission 1980, τομ.ΙΙ μέρος Α., σελ 25,26,27.)
H δίκη έγινε το 1938 και ο νομικός επρόσωπος του Ελληνικού Κράτους (της Κυβέρνησης Ιωάννη Μεταξά),κατέθεσε νέο υπόμνημα στο οποίο ανέφερε:
«Ενίοτε μπορεί να υπάρξει μια έκτακτη κατάσταση, η οποία κάνει αδύνατο για τις κυβερνήσεις να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους δανειστές και πρός τον Λαό τους.
Οι πόροι της χώρας είναι ανεπαρκείς για να εκπληρώσουν ταυτόχρονα δύο υποχρεώσεις.
Είναι αδύνατον να πληρώσει μια Κυβέρνηση το χρέος, και την ίδια στιγμή να παρασχεθεί στον λαό η κατάλληλη διοίκηση και οι εγγυημένες συνθήκες για την ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στα δύο.
Και φυσικά, το καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών, ΥΠΕΡΤΕΡΕΙ έναντι της πληρωμής των χρεών της.
Από κανένα κράτος δεν απαιτείται να εκπληρώσει, μερικά ή ολικά, τις χρηματικές του υποχρεώσεις, αν αυτό ΘΕΤΕΙ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του και έχει ως αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση της Διοίκησης της χώρας.
Στην περίπτωση που η αποπληρωμή των χρεών θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ζωή και τη διοίκηση, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διακόψει ή και να μειώσει την εξυπηρέτηση του χρέους».
Με βάση τα επιχειρήματα αυτά, το Διεθνές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου της Κοινωνίας των Εθνών δικαίωσε την Ελλάδα.
Σε αυτό το νομικό δεδομένο (Νομικά Επιχειρήματα Δικαστική Απόφαση), στηρίχθηκε το 2003 ο Πρόεδρος της Αργεντινής Νέστωρ Κίρσνερ, για να διαγράψει το μεγαλύτερο μέρος του Δημοσίου Χρέους της Αργεντινής και να σώσει τη χώρα τους από τα νύχια του ΔΝΤ..
Δικτατορία όμως σημαίνει κατάλυση του συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών και ως εκ τούτου είναι καταδικαστέα, όμως στη άπλετη δημοκρατία που έχουμε κάτω από το΄πλέγμα της παγκοσμιοποίησης που οι αγορές υπαγορεύουν πολιτικές στις κυβερνήσεις που εξαθλιώνουν τους λαούς, έχω χάσει τον λογαριασμό τι είναι χειρότερο..και γιατί να μπαίνει σε δίλημμα ο Ελληνικός λαός (δικτακτορία Ή προδοσία ? ).
Η ερώτηση αυτή απαντάται στο γεγονός πως τα κόμματα κατά την δεκαετία του
2000-2010 βρισκόταν στην ίδια θέση με αυτήν του 1932 και αντί να προσφύγουν στο
διεθνές δίκαιο ώστε να πράξουν κάτι παρόμοιο με τον Ιωάννη Μεταξά , προτίμησαν να επικαλεστούν το ΔΝΤ και να βάλουν την χώρα υπό τους όρους των μνημονίων ξεπουλώντας Εθνική περιουσία των Ελλήνων, μειώνοντας μισθούς και συντάξεις, κλείνοντας και διώχνοντας επιχειρήσεις, υπερφορολόγηση των Ελλήνων, αναγκαστική μετανάστευση των Ελλήνων προς αναζήτηση βιοποριστικών πόρων,λαθραία μετανάστευση αλλογενών στην χώρα ώστε να αλλοιωθεί το εκλογικό σώμα και να διαιωνίζουν την κομματοκρατία διότι οι Έλληνες από αποστροφή στα κόμματα δεν συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία μη έχοντας επιλογή κάποιας διαφορετικής πολιτικής,και γενικά μια κατάσταση υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου και ένα χάος κοινωνικής συμπεριφοράς στην χώρα ώστε να επιβληθούν νόμοι καταστολής των Ελλήνων που τυχόν αντιδρούν...
Τα μνημόνια κυρώθηκαν από την πλειοψηφία των κομμάτων χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποκλειστικοί υπαίτιοι είναι μόνο αυτοί που τα ψήφισαν διότι και αυτοί που δεν τα ψήφισαν δεν προέβαλαν ισχυρή αντίσταση (π.χ. να διαλυθεί η βουλή ώστε να μην κυρωθούν τα μνημόνια ) αλλά προτίμησαν να τα αποδεχθούν σιωπηρά ώστε μετά να διαιωνίζουν αυτήν την αντιπαράθεση εμείς-εσείς για ψηφοθηρικούς λόγους βάζοντας τους Έλληνες σε διαδικασία αντιπαράθεσης μεταξύ τους....
Βλέπουμε δηλαδή μια συμπεριφορά ΑΠΌ ΌΛΑ ΤΑ ΚΌΜΜΑΤΑ ως συμμορία εναντίον των Ελλήνων με μια προδοτική συμπεριφορά...που αντιλαμβάνεται κανείς δεδομένου των εντολών περί νέας τάξης πραγμάτων και παγκόσμιας διακυβέρνησης από τους επικυρίαρχους Σιωνιστές με τον όρο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ...
Συνεπώς η συνεχή ψηφοδοσία στα κόμματα είναι μια αποδοχή όλων αυτών των προδοτών και συνέργεια στις ενέργειες εναντίον των Ελλήνων που κάνουν εκτελώντας εντολές από ξένους παράγοντες παράγοντας άδικο εναντίον των
Ελλήνων ....
Σε όλο αυτό έρχεται να προστεθεί ο διακαής τους πόθος να συκοφαντούν λασπολογόντας μια νέα προοπτική των Ελλήνων που αποφάσισαν να ενωθούν και να πάρουν ως ενωμένο Έθνος τα ινία της χώρας, που τους ανήκει εξ ορισμού, από τα χέρια των προδοτών της κομματοκρατίας θέλοντας να αλλάξουν την Ελλάδα πραγματικά, προς το καλύτερο όλων των Ελλήνων χωρίς διακρίσεις και να αποφασίζουν οι ίδιοι οι Έλληνες το μέλλον τους ως κυρίαρχοι αυτής της ιερής τους χώρας...
Όπως καταλαβαίνετε αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος που σύσσωμα τα κόμματα βρίσκονται απέναντι στην νέα προοπτική της Ελλάδας με την ονομασία '' ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ'' που διεκδικεί την ψήφο των Ελλήνων ώστε να διαχειριστούν οι ίδιοι οι Έλληνες την χώρα τους βλέποντας το κοινό συμφέρον όλων των Ελλήνων και όχι υπακούοντας ξένες εντολές και συμφέροντα...
Τώρα λοιπόν όλοι οι Έλληνες που δεν συμμετείχαν τα τελευταία χρόνια στις εκλογικές διαδικασίες, λόγω ελλείψει επιλογών και αποστροφής κατά των πολιτικών που εφαρμοζόταν από τα κόμματα, αλλά και κάθε Έλληνας που θέλει πραγματικά να αλλάξει όλο αυτό το σαθρό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της κομματοκρατίας που βάζει σε ομηρία τους Έλληνες καλούνται να δώσουν την εντολή μέσω της ψηφοδοσίας στην μεγάλη αλλαγή σελίδας του Ελληνισμού με τον μοναδικό στην ιστορία φορέα του Έθνους των Ελλήνων ''ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ''.
Yearbook of the International Law Commission 1980 Volume II Part Two
( Επετηρίδα της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου 1980 τόμος ΙΙ Μέρος δεύτερο )
(16) Η παράγραφος 1 των άρθρων Ε και ΣΤ επαναλαμβάνει την υπεροχή της συμφωνίας μεταξύ των κρατών τα οποία αφορά η κληρονομική διαδοχή των κρατικών αρχείων από την κληρονομία των κρατών, προγενέστερων ή διαδόχων κρατών ή διαδοχικών κρατών μεταξύ τους.
Ελλείψει συμφωνίας, η παράγραφος 1 (α) των δύο αυτών άρθρων ενσωματώνει τον κανόνα του άρθρου Β, παράγραφος 1, στοιχείο β), ο οποίος προβλέπει τη διαβίβαση στο κράτος διάδοχο του μέρους των κρατικών αρχείων του κράτους που προηγήθηκε, το οποίο, για η κανονική διαχείριση της επικράτειας στην οποία αφορά η κληρονομική διαδοχή των κρατών, πρέπει να βρίσκεται στο έδαφος του διαδόχου κράτους. Η χρήση της έκφρασης "κανονική διαχείριση της επικράτειας" - που βρίσκεται επίσης στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) - επεξηγείται στην παράγραφο 11 του σχολιασμού του άρθρου Β81 και στην παράγραφο 25 του σχολιασμού στο άρθρο Γ.
Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) των άρθρων Ε και ΣΤ, το τμήμα των κρατικών αρχείων του προγενέστερου κράτους, εκτός του τμήματος που αναφέρεται στο εδάφιο 1 στοιχείο α), το οποίο αφορά άμεσα το έδαφος του διάδοχου κράτους ή ένα διάδοχο κράτος περνά επίσης στο εν λόγω διάδοχο κράτος.
Παρόμοιος κανόνας περιέχεται στο άρθρο Γ παράγραφος 2 στοιχείο β), το σχόλιο στο οποίο εξηγείται η χρήση στο άρθρο αυτό των λέξεων «αποκλειστικά ή κυρίως» αντί της λέξης «άμεσα» που χρησιμοποιείται στα άρθρα Ε και ΣΤ.
(17) Σύμφωνα με την παράγραφο 2 των άρθρων Ε και ΣΤ, στις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής που προβλέπονται σε αυτήν, η μετάβαση των τμημάτων των κρατικών αρχείων του κράτους που προηγήθηκαν, εκτός εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την την επικράτεια ή τα εδάφη στα οποία αφορά η κληρονομική διαδοχή των κρατών, πρέπει να καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών κατά τρόπον ώστε κάθε ένα από αυτά τα κράτη να μπορεί να επωφελείται όσο το δυνατόν ευρύτερα και κατά το δυνατόν από τα τμήματα των κρατικών αρχείων.
Παρόμοιος κανόνας περιέχεται στην παράγραφο 2 του άρθρου Β.
(18) Η παράγραφος 3 των άρθρων Ε και ΣΤ ενσωματώνει τον κανόνα που έχει ήδη ενσωματωθεί στην παράγραφο 3 των άρθρων Β και Γ, σύμφωνα με τον οποίο το διάδοχο κράτος ή κράτη θα παρασχεθούν, στην περίπτωση του άρθρου Ε από το κράτος που προηγείται, και στο κράτος περίπτωση του άρθρου ΣΤ από κάθε διάδοχο κράτος, με τα βέλτιστα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία των εγγράφων από τα κρατικά αρχεία του προηγούμενου κράτους που φέρουν τον τίτλο στο έδαφος του διαδόχου κράτους ή των ορίων του ή τα οποία είναι αναγκαία για να αποσαφηνιστεί η έννοια των κρατικών εγγράφων αρχεία που μεταβιβάζονται στο διάδοχο κράτος σύμφωνα με άλλες διατάξεις του σχετικού άρθρου.
Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στις παραγράφους του σχολιασμού του άρθρου Β που αφορά την προαναφερθείσα διάταξη (παρ. (20) - (24)).
(19) Η παράγραφος 4 των άρθρων Ε και ΣΤ περιλαμβάνει τη ρήτρα διασφάλισης που διαπιστώνεται στην παράγραφο 6 του άρθρου Β σχετικά με τα δικαιώματα των λαών των ενδιαφερομένων κρατών σε καθεμία από τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής των κρατών που προβλέπονται στα άρθρα αυτά για την ανάπτυξη, την ιστορία τους και την πολιτιστική τους κληρονομιά.
Αναφορικά με αυτό, γίνεται παραπομπή στις σχετικές παραγράφους του σχολιασμού του άρθρου Β (παρ. (27) - (35)).
(20) Η παράγραφος 5 των άρθρων Ε και ΣΤ ενσωματώνει, με τις προσαρμογές που απαιτούνται σε κάθε κληρονομική διαδοχή των καλυπτόμενων κρατών, τον κανόνα σχετικά με την παροχή, κατόπιν αιτήσεως και εις βάρος οποιουδήποτε από τα ενδιαφερόμενα κράτη, κατάλληλων αναπαραστάσεων έγγραφα κρατικών αρχείων που συνδέονται με τα συμφέροντα του εδάφους του αιτούντος κράτους.
Η Επιτροπή μπορεί να αναθεωρήσει σε δεύτερη ανάγνωση τη διατύπωση αυτής της παραγράφου στο άρθρο Ε προκειμένου να συμμορφωθεί προς το κείμενο της αντίστοιχης διάταξης (παράγραφος 4) στο άρθρο Γ.
(21) Η παράγραφος 6 του άρθρου Ε επαναλαμβάνει τη διάταξη της παραγράφου 2 των άρθρων 13 και 22.
Η παράγραφος 16 του σχολίου στα άρθρα 13 και 1482 έχει επίσης σημασία στο πλαίσιο του άρθρου Ε.
(22) Η παράγραφος 6 του άρθρου ΣΤ προβλέπει τη διασφάλιση της εφαρμογής των ουσιαστικών κανόνων που αναφέρονται στις πέντε πρώτες παραγράφους του άρθρου σχετικά με τη διαδοχή στα κρατικά αρχεία σε περίπτωση διάλυσης ενός κράτους.
Η αναφορά στη διατήρηση της ενότητας των κρατικών αρχείων αντικατοπτρίζει την αρχή του αδιαίρετου των αρχείων, η οποία στηρίζει τα ζητήματα της κληρονομικής διαδοχής στη συλλογή εγγράφων κάθε είδους που συνιστούν τέτοια κρατικά αρχεία.
Πρόκειται για μια ιδέα της οποίας η συμπερίληψη στο άρθρο F κρίθηκε ιδιαίτερα κατάλληλη, δεδομένου ότι είναι πιθανότερο να προκύψουν προβλήματα στην περίπτωση διάλυσης ενός κράτους όσον αφορά, για παράδειγμα, τα κεντρικά αρχεία του προηγούμενου κράτους, τα οποία εξαφανίζονται.
Κεφάλαιο ΙΙΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Α. Εισαγωγή
1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
17. Το αντικείμενο της τρέχουσας εργασίας της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για την ευθύνη του κράτους είναι να κωδικοποιήσει τους κανόνες που διέπουν την ευθύνη του κράτους ως γενικό και ανεξάρτητο θέμα. Οι εργασίες συνεχίζονται με βάση δύο αποφάσεις της Επιτροπής: (α) να μην περιοριστεί η μελέτη του θέματος σε συγκεκριμένη περιοχή, όπως η ευθύνη για τραυματισμό του προσώπου ή της περιουσίας των αλλοδαπών ή και οποιουδήποτε άλλου χώρου · β) στην κωδικοποίηση των κανόνων που διέπουν τη διεθνή ευθύνη, να μην συμμετέχει στον ορισμό και την κωδικοποίηση των "πρωτογενών" κανόνων, των οποίων η παραβίαση συνεπάγεται ευθύνη για μια διεθνώς παράνομη πράξη.
18. Οι ιστορικές πτυχές των περιστάσεων υπό τις οποίες η Επιτροπή άρχισε να επαναλαμβάνει τη μελέτη του θέματος της «ευθύνης του κράτους» από αυτή τη νέα οπτική γωνία έχουν περιγραφεί σε προηγούμενες εκθέσεις της Επιτροπής. [83]
Μετά από τις εργασίες της υποεπιτροπής για την ευθύνη του κράτους, τα μέλη της Επιτροπής εξέφρασαν τη συμφωνία τους το 1963 σχετικά με τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα: α) ότι, για τους σκοπούς της κωδικοποίησης του θέματος, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον ορισμό της γενικής κανόνες που διέπουν τη διεθνή ευθύνη του κράτους · β) ότι δεν θα μπορούσε ωστόσο να παραμεληθεί η εμπειρία και το υλικό που συγκεντρώθηκαν σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς, ιδίως εκείνο της ευθύνης για τραυματισμό του προσώπου ή της περιουσίας των αλλοδαπών · και γ) πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν οι πρόσφατες εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο όσον αφορά την ευθύνη του κράτους.
19. Τα συμπεράσματα αυτά εγκρίθηκαν από την έκτη επιτροπή και η Επιτροπή έδωσε νέα ώθηση στην εργασία κωδικοποίησης του θέματος, σύμφωνα με τις συστάσεις της Γενικής Συνέλευσης.
Το 1967, ενώπιον της, ένα σημείωμα σχετικά με την κρατική ευθύνη που υπέβαλε ο κ. Roberto Ago, ειδικός εισηγητής [84], η Επιτροπή, ως νεοσυσταθείσα, επιβεβαίωσε τις οδηγίες που της δόθηκαν το 1963.[85]
Το 1969 και το 1970, η Επιτροπή συζήτησε λεπτομερώς τις πρώτες [86] και τις δεύτερες [87] εκθέσεις του ειδικού εισηγητή.
Η γενική αυτή εξέταση επέτρεψε στην Επιτροπή να εκπονήσει σχέδιο μελέτης του θέματος καθώς και τα κριτήρια που πρέπει να υιοθετηθούν για τα διάφορα τμήματα του σχεδίου και να καταλήξει σε σειρά συμπερασμάτων σχετικά με τη μέθοδο, την ουσία και την ορολογία που είναι απαραίτητα για τη συνέχιση των εργασιών της για την ευθύνη του κράτους.[88]
20. Βάσει αυτών των οδηγιών, οι οποίες εγκρίθηκαν γενικά από τα μέλη της έκτης επιτροπής, η Επιτροπή προετοίμασε και προετοιμάζει τα υπό εξέταση άρθρα με βάση την υψηλή προτεραιότητα, όπως συνιστά η Γενική Συνέλευση .[89]
Στο ψήφισμα 34/141 της 17ης Δεκεμβρίου 1979, η Γενική Συνέλευση συνέστησε στην Επιτροπή να συνεχίσει τις εργασίες της σχετικά με την ευθύνη του κράτους με σκοπό την ολοκλήρωση κατά την τριάντα δεύτερη σύνοδο της πρώτης ανάγνωσης του συνόλου των άρθρων που αποτελούν μέρος του το σχέδιο ευθύνης των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις και να προχωρήσει στη μελέτη του περαιτέρω μέρους ή των τμημάτων του σχεδίου με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόοδο κατά την εκπόνηση σχεδίων άρθρων κατά την τρέχουσα θητεία των μελών της Επιτροπής.
2. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
21. Τα υπό εξέταση άρθρα των σχεδίων - τα οποία διατίθενται με τη μορφή που θα τους επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη σύναψη μιας σύμβασης αν αποφασιστεί έτσι [90] αφορούν αποκλειστικά την ευθύνη των κρατών [91] για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Η Επιτροπή αναγνωρίζει πλήρως τη σπουδαιότητα όχι μόνο των ζητημάτων ευθύνης για τις διεθνούς παράνομες πράξεις αλλά και των ζητημάτων που αφορούν την υποχρέωση αποκατάστασης των ζημιογόνων συνεπειών που προκύπτουν από ορισμένες δραστηριότητες που δεν απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο (ιδίως αυτές που, λόγω της φύσης τους, παρουσιάζουν ορισμένους κινδύνους).
Η Επιτροπή θεωρεί, ωστόσο, ότι η δεύτερη κατηγορία ερωτημάτων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κοινού με την πρώτη.
Μια κοινή εξέταση των δύο θεμάτων θα μπορούσε να δυσχεράνει να κατανοήσουν και οι δύο.
Η υποχρέωση να φέρει οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες μιας δραστηριότητας που είναι αυτή καθαυτή νόμιμη και να είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες (όχι κατ 'ανάγκη περιοριζόμενες στην αποζημίωση) της παραβίασης μιας νομικής υποχρέωσης δεν είναι συγκρίσιμες καταστάσεις.
Μόνο λόγω της σχετικής φτώχειας της νομικής γλώσσας χρησιμοποιείται μερικές φορές ο ίδιος όρος για τον προσδιορισμό και των δύο.
22. Ο περιορισμός του παρόντος σχεδίου άρθρων στην ευθύνη των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις δεν σημαίνει βεβαίως ότι η Επιτροπή μπορεί να παραμελήσει τη μελέτη που συνιστά η Γενική Συνέλευση σχετικά με το θέμα της διεθνούς ευθύνης για ζημιογόνες συνέπειες που απορρέουν από ορισμένες πράξεις δεν απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο.[92]
Απλώς σημαίνει ότι η Επιτροπή σκοπεύει να μελετήσει αυτό το θέμα χωριστά από εκείνο της ευθύνης για διεθνώς παραβατικές πράξεις, έτσι ώστε δύο θέματα τα οποία, παρά ορισμένες εμφανίσεις, είναι αρκετά διαφορετικά, δεν θα εξεταστούν σε ένα και το αυτό σχέδιο. Εντούτοις, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο, με τον ορισμό της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος σχεδίου για την ευθύνη των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις, να υιοθετήσουν μια διατύπωση η οποία, αν και υποδεικνύει ότι η διεθνώς παράνομη πράξη αποτελεί πηγή διεθνούς ευθύνης, να ερμηνευθεί ότι αποκλείει αυτόματα την ύπαρξη μιας άλλης πιθανής πηγής "ευθύνης".
Ταυτόχρονα, επιφυλάσσοντας παράλληλα το ζήτημα του τελικού τίτλου του παρόντος σχεδίου για μεταγενέστερη εξέταση, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι η έκφραση "ευθύνη του κράτους", η οποία εμφανίζεται στον τίτλο του σχεδίου, πρέπει να νοείται ως "ευθύνη των κρατών για διεθνώς παραβατικές πράξεις".
23. Πρέπει επίσης να επισημανθεί εκ νέου ότι σκοπός του παρόντος σχεδίου άρθρων δεν είναι να καθορίσει τους κανόνες που επιβάλλουν στα κράτη, σε έναν ή τον άλλο τομέα των διακρατικών σχέσεων, υποχρεώσεις τις παραβιάσεις των οποίων μπορούν να αποτελέσουν πηγή ευθύνης και οι οποίες , σε μια ορισμένη έννοια, μπορεί να χαρακτηριστεί ως "πρωτογενής".
Κατά την προετοιμασία του παρόντος σχεδίου, η Επιτροπή επιδιώκει να καθορίσει απλώς αυτούς τους κανόνες οι οποίοι, αντιθέτως προς τους πρωτογενείς κανόνες, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δευτερεύουσες», στο μέτρο που αποσκοπούν στον προσδιορισμό των έννομων συνεπειών της παραβάσεως, πρωτογενείς "κανόνες.
Μόνο αυτοί οι "δευτερεύοντες" κανόνες εμπίπτουν στην πραγματική σφαίρα ευθύνης για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Μια αυστηρή διάκριση από αυτή την άποψη είναι απαραίτητη, εάν το θέμα της διεθνούς ευθύνης για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις πρέπει να τοποθετηθεί στη σωστή του προοπτική και να θεωρηθεί ως σύνολο.
24. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι το περιεχόμενο, η φύση και το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στο κράτος από τους «πρωτογενείς» κανόνες του διεθνούς δικαίου δεν έχουν σημασία για τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν την ευθύνη για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Όπως η Επιτροπή είχε την ευκαιρία να επισημάνει, είναι βέβαιο ότι πρέπει να γίνει διάκριση σε αυτές τις βάσεις μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών διεθνών υποχρεώσεων κατά τη μελέτη του αντικειμενικού στοιχείου της διεθνούς παράνομης ενέργειας.
Για να μπορέσει να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της διεθνούς παράνομης πράξης και να προσδιοριστούν οι συνέπειες της πράξης αυτής, είναι αναμφισβήτητα αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σημασία που αποδίδει η διεθνής κοινότητα στην εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων - για παράδειγμα, αυτά που αφορούν τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας - θα είναι σε πολύ διαφορετική σειρά από τη σημασία που αποδίδει στην εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεων, ακριβώς λόγω του περιεχομένου των πρώτων.
Ορισμένες υποχρεώσεις πρέπει επίσης να διακριθούν από τις άλλες ανάλογα με τη φύση τους, προκειμένου να προσδιοριστεί σε κάθε περίπτωση αν μια διεθνής υποχρέωση έχει πράγματι παραβιαστεί , εάν ναι, τη στιγμή που συνέβη η παραβίαση μπορεί να γίνει επίκληση της ευθύνης, και τη διάρκεια της παραβίασης.
Συνεπώς, το παρόν σχέδιο θα παρουσιάσει αυτές τις διαφορετικές πτυχές των διεθνών υποχρεώσεων, όποτε είναι απαραίτητο, με σκοπό την κωδικοποίηση των κανόνων που διέπουν τη διεθνή ευθύνη για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Το ουσιώδες στοιχείο παραμένει ωστόσο ότι είναι ένα πράγμα να δηλώσουμε έναν κανόνα και το περιεχόμενο της υποχρέωσης που επιβάλλει και ένα άλλο να καθορίσει αν έχει παραβιαστεί η υποχρέωση αυτή και ποιες είναι οι συνέπειες της παραβίασης.
Μόνο αυτή η δεύτερη πτυχή εμπίπτει στην πραγματική σφαίρα της διεθνούς ευθύνης που αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος σχεδίου.
Για να προωθηθεί οποιαδήποτε σύγχυση στο σημείο αυτό θα ήταν να δημιουργηθεί ένα εμπόδιο που θα μπορούσε για άλλη μια φορά να ανατρέψει την ελπίδα της επιτυχούς κωδικοποίησης του θέματος.
25. Επομένως, τα σχέδια άρθρων αφορούν μόνο τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν τη διεθνή ευθύνη του κράτους για τις διεθνούς πλάνης πράξεις, δηλαδή τους κανόνες που διέπουν όλες τις νέες έννομες σχέσεις στις οποίες υφίσταται διεθνώς παράνομη πράξη ενός κράτους μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Το σχέδιο κωδικοποιεί τους κανόνες που διέπουν την ευθύνη των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις «εν γένει», όχι μόνο σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς.
Η διεθνής ευθύνη του κράτους αποτελείται από μια σειρά νομικών καταστάσεων που απορρέουν από την παραβίαση οποιασδήποτε διεθνούς υποχρέωσης, είτε επιβάλλεται από τους κανόνες που διέπουν ένα συγκεκριμένο θέμα είτε από εκείνους που διέπουν ένα άλλο.
26. Η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι η διεθνής ευθύνη είναι ένα από τα θέματα στα οποία η προοδευτική ανάπτυξη του νόμου μπορεί να διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, ιδίως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών διεθνών αδικημάτων και το περιεχόμενο και τους βαθμούς ευθύνης.
Οι ρόλοι που πρέπει να ανατεθούν, αντίστοιχα, στην προοδευτική ανάπτυξη και στην κωδικοποίηση των ήδη αποδεκτών αρχών δεν μπορούν ωστόσο να προγραμματιστούν εκ των προτέρων.
Πρέπει να εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες λύσεις που υιοθετούνται για τα διάφορα προβλήματα.
Επεξήγηση:
[83] Βλέπε ειδικότερα την επετηρίδα ... 1969, νοΙ. ΙΙ, σελ. 229 και επόμενα, έγγραφο Α / 7610 / Αναθ. 1, κεφ. IV.
[84] Ετήσιο βιβλίο ... 1967, τομ. ΙΙ, σελ. 325, έγγραφο Α / ΟΝ.4 / 196.
[85] Ibid., Σελ. 368, έγγραφο Α / 6709 / Αναθ. 1, παρ. 42.
[86] Ετήσιο βιβλίο ... 1969, τομ. ΙΙ, σελ. 125, έγγραφο Α / ΟΝ.4 / 217 και Add.l.
Το 1971, ο Ειδικός Εισηγητής υπέβαλε προσθήκη (A / CN.4 / 217 / Add.2) στην πρώτη έκθεσή του {Yearbook ...1971, τομ. ΙΙ (πρώτο μέρος), σ. 193).
[87] Ετήσιο βιβλίο ... 1970, vol. ΙΙ, σελ. 177, έγγραφο Α / ΟΝ.4 / 233.
[88] Δείτε Yearbook. . . 1969, νοΙ. ΙΙ, σελ. 233, έγγραφο A / 7610 / Αναθ. 1, παρ. 80-84 και Yearbook ... 1970, τομ. ΙΙ, σελ. 307-309, έγγραφο Α / 8010 / Αναθ. 1, παρ. 70-83.
[89] Βλέπε τα ψηφίσματα 3315 (XXIX) της 14ης Δεκεμβρίου 1974, 3495
(XXX) της 15ης Δεκεμβρίου 1975, 31/97 της 15ης Δεκεμβρίου 1976,
32/151 της 19ης Δεκεμβρίου 1977 και 33/139 της 19ης Δεκεμβρίου 1978.
[90] Το ζήτημα της τελικής μορφής που πρέπει να δοθεί στην κωδικοποίηση της ευθύνης του κράτους θα πρέπει προφανώς να ρυθμιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Η Επιτροπή θα διατυπώσει, σύμφωνα με το καταστατικό της, τη σύσταση που κρίνει σκόπιμη.
[91] Η Επιτροπή δεν υποτιμά τη σπουδαιότητα της μελέτης ζητημάτων που σχετίζονται με την ευθύνη υποκειμένων του διεθνούς δικαίου εκτός από τα κράτη αλλά η επιτακτική ανάγκη για σαφήνεια στην εξέταση του θέματος και ο οργανικός χαρακτήρας του σχεδίου καθιστούν σαφώς απαραίτητο να αναβάλει την εξέταση αυτών των άλλων ερωτήσεων
[92] Το 1974, η Επιτροπή έθεσε το θέμα «Διεθνής ευθύνη για τις ζημιογόνες συνέπειες που απορρέουν από πράξεις που δεν απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο» ως γενικό πρόγραμμα εργασίας ως ξεχωριστό θέμα, όπως συνιστάται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ) της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης 3071 (XXVIII) της 30ής Νοεμβρίου 1973. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που περιέχονται σε μεταγενέστερα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης, η Επιτροπή θεώρησε το 1977 ότι το εν λόγω θέμα πρέπει να τεθεί στο ενεργητικό της πρόγραμμα το συντομότερο δυνατόν.
Σύμφωνα με τη σύσταση της Γενικής Συνέλευσης στην παράγραφο 7 του ψηφίσματός της 32/151 της 19ης Δεκεμβρίου 1977, η Επιτροπή προέβη σε σειρά μέτρων κατά την τριακοστή σύνοδό της, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού ειδικού εισηγητή, προκειμένου να αρχίσει η εξέταση των ζητημάτων που τίθενται από τη μελέτη του θέματος της διεθνούς ευθύνης για ζημιογόνες συνέπειες που απορρέουν από πράξεις που δεν απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο.
Κατόπιν της αιτήσεώς της με το ψήφισμα 34/141 της 17ης Δεκεμβρίου 1979 να συνεχίσει τις εργασίες της επί του θέματος αυτού, η Επιτροπή διεξήγαγε μια πρώτη γενική συζήτηση στην τριακοστή δεύτερη σύνοδο του θέματος, βάσει προκαταρκτικής έκθεσης (A / CN.4 / 334 και Προσθήκη 1-2) που υπέβαλε ο κ. Robert Q. Quentin-Baxter, ειδικός εισηγητής (βλέπε κεφάλαιο VII) παρακάτω
Πωτότυπο ( Επετηρίδα της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου 1980 τόμος ΙΙ
Μέρος δεύτερο ) εδώ : http://legal.un.org/ilc/publications/yearbooks/english/ilc_1980_v2_p2.pdf
Κεφάλαιο ΙΙΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Α. Εισαγωγή
1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
17. Το αντικείμενο της τρέχουσας εργασίας της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για την ευθύνη του κράτους είναι να κωδικοποιήσει τους κανόνες που διέπουν την ευθύνη του κράτους ως γενικό και ανεξάρτητο θέμα. Οι εργασίες συνεχίζονται με βάση δύο αποφάσεις της Επιτροπής: (α) να μην περιοριστεί η μελέτη του θέματος σε συγκεκριμένη περιοχή, όπως η ευθύνη για τραυματισμό του προσώπου ή της περιουσίας των αλλοδαπών ή και οποιουδήποτε άλλου χώρου · β) στην κωδικοποίηση των κανόνων που διέπουν τη διεθνή ευθύνη, να μην συμμετέχει στον ορισμό και την κωδικοποίηση των "πρωτογενών" κανόνων, των οποίων η παραβίαση συνεπάγεται ευθύνη για μια διεθνώς παράνομη πράξη.
18. Οι ιστορικές πτυχές των περιστάσεων υπό τις οποίες η Επιτροπή άρχισε να επαναλαμβάνει τη μελέτη του θέματος της «ευθύνης του κράτους» από αυτή τη νέα οπτική γωνία έχουν περιγραφεί σε προηγούμενες εκθέσεις της Επιτροπής. [83]
Μετά από τις εργασίες της υποεπιτροπής για την ευθύνη του κράτους, τα μέλη της Επιτροπής εξέφρασαν τη συμφωνία τους το 1963 σχετικά με τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα: α) ότι, για τους σκοπούς της κωδικοποίησης του θέματος, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον ορισμό της γενικής κανόνες που διέπουν τη διεθνή ευθύνη του κράτους · β) ότι δεν θα μπορούσε ωστόσο να παραμεληθεί η εμπειρία και το υλικό που συγκεντρώθηκαν σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς, ιδίως εκείνο της ευθύνης για τραυματισμό του προσώπου ή της περιουσίας των αλλοδαπών · και γ) πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν οι πρόσφατες εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο όσον αφορά την ευθύνη του κράτους.
19. Τα συμπεράσματα αυτά εγκρίθηκαν από την έκτη επιτροπή και η Επιτροπή έδωσε νέα ώθηση στην εργασία κωδικοποίησης του θέματος, σύμφωνα με τις συστάσεις της Γενικής Συνέλευσης.
Το 1967, ενώπιον της, ένα σημείωμα σχετικά με την κρατική ευθύνη που υπέβαλε ο κ. Roberto Ago, ειδικός εισηγητής [84], η Επιτροπή, ως νεοσυσταθείσα, επιβεβαίωσε τις οδηγίες που της δόθηκαν το 1963.[85]
Το 1969 και το 1970, η Επιτροπή συζήτησε λεπτομερώς τις πρώτες [86] και τις δεύτερες [87] εκθέσεις του ειδικού εισηγητή.
Η γενική αυτή εξέταση επέτρεψε στην Επιτροπή να εκπονήσει σχέδιο μελέτης του θέματος καθώς και τα κριτήρια που πρέπει να υιοθετηθούν για τα διάφορα τμήματα του σχεδίου και να καταλήξει σε σειρά συμπερασμάτων σχετικά με τη μέθοδο, την ουσία και την ορολογία που είναι απαραίτητα για τη συνέχιση των εργασιών της για την ευθύνη του κράτους.[88]
20. Βάσει αυτών των οδηγιών, οι οποίες εγκρίθηκαν γενικά από τα μέλη της έκτης επιτροπής, η Επιτροπή προετοίμασε και προετοιμάζει τα υπό εξέταση άρθρα με βάση την υψηλή προτεραιότητα, όπως συνιστά η Γενική Συνέλευση .[89]
Στο ψήφισμα 34/141 της 17ης Δεκεμβρίου 1979, η Γενική Συνέλευση συνέστησε στην Επιτροπή να συνεχίσει τις εργασίες της σχετικά με την ευθύνη του κράτους με σκοπό την ολοκλήρωση κατά την τριάντα δεύτερη σύνοδο της πρώτης ανάγνωσης του συνόλου των άρθρων που αποτελούν μέρος του το σχέδιο ευθύνης των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις και να προχωρήσει στη μελέτη του περαιτέρω μέρους ή των τμημάτων του σχεδίου με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόοδο κατά την εκπόνηση σχεδίων άρθρων κατά την τρέχουσα θητεία των μελών της Επιτροπής.
2. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
21. Τα υπό εξέταση άρθρα των σχεδίων - τα οποία διατίθενται με τη μορφή που θα τους επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη σύναψη μιας σύμβασης αν αποφασιστεί έτσι [90] αφορούν αποκλειστικά την ευθύνη των κρατών [91] για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Η Επιτροπή αναγνωρίζει πλήρως τη σπουδαιότητα όχι μόνο των ζητημάτων ευθύνης για τις διεθνούς παράνομες πράξεις αλλά και των ζητημάτων που αφορούν την υποχρέωση αποκατάστασης των ζημιογόνων συνεπειών που προκύπτουν από ορισμένες δραστηριότητες που δεν απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο (ιδίως αυτές που, λόγω της φύσης τους, παρουσιάζουν ορισμένους κινδύνους).
Η Επιτροπή θεωρεί, ωστόσο, ότι η δεύτερη κατηγορία ερωτημάτων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κοινού με την πρώτη.
Μια κοινή εξέταση των δύο θεμάτων θα μπορούσε να δυσχεράνει να κατανοήσουν και οι δύο.
Η υποχρέωση να φέρει οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες μιας δραστηριότητας που είναι αυτή καθαυτή νόμιμη και να είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες (όχι κατ 'ανάγκη περιοριζόμενες στην αποζημίωση) της παραβίασης μιας νομικής υποχρέωσης δεν είναι συγκρίσιμες καταστάσεις.
Μόνο λόγω της σχετικής φτώχειας της νομικής γλώσσας χρησιμοποιείται μερικές φορές ο ίδιος όρος για τον προσδιορισμό και των δύο.
22. Ο περιορισμός του παρόντος σχεδίου άρθρων στην ευθύνη των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις δεν σημαίνει βεβαίως ότι η Επιτροπή μπορεί να παραμελήσει τη μελέτη που συνιστά η Γενική Συνέλευση σχετικά με το θέμα της διεθνούς ευθύνης για ζημιογόνες συνέπειες που απορρέουν από ορισμένες πράξεις δεν απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο.[92]
Απλώς σημαίνει ότι η Επιτροπή σκοπεύει να μελετήσει αυτό το θέμα χωριστά από εκείνο της ευθύνης για διεθνώς παραβατικές πράξεις, έτσι ώστε δύο θέματα τα οποία, παρά ορισμένες εμφανίσεις, είναι αρκετά διαφορετικά, δεν θα εξεταστούν σε ένα και το αυτό σχέδιο. Εντούτοις, η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο, με τον ορισμό της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος σχεδίου για την ευθύνη των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις, να υιοθετήσουν μια διατύπωση η οποία, αν και υποδεικνύει ότι η διεθνώς παράνομη πράξη αποτελεί πηγή διεθνούς ευθύνης, να ερμηνευθεί ότι αποκλείει αυτόματα την ύπαρξη μιας άλλης πιθανής πηγής "ευθύνης".
Ταυτόχρονα, επιφυλάσσοντας παράλληλα το ζήτημα του τελικού τίτλου του παρόντος σχεδίου για μεταγενέστερη εξέταση, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι η έκφραση "ευθύνη του κράτους", η οποία εμφανίζεται στον τίτλο του σχεδίου, πρέπει να νοείται ως "ευθύνη των κρατών για διεθνώς παραβατικές πράξεις".
23. Πρέπει επίσης να επισημανθεί εκ νέου ότι σκοπός του παρόντος σχεδίου άρθρων δεν είναι να καθορίσει τους κανόνες που επιβάλλουν στα κράτη, σε έναν ή τον άλλο τομέα των διακρατικών σχέσεων, υποχρεώσεις τις παραβιάσεις των οποίων μπορούν να αποτελέσουν πηγή ευθύνης και οι οποίες , σε μια ορισμένη έννοια, μπορεί να χαρακτηριστεί ως "πρωτογενής".
Κατά την προετοιμασία του παρόντος σχεδίου, η Επιτροπή επιδιώκει να καθορίσει απλώς αυτούς τους κανόνες οι οποίοι, αντιθέτως προς τους πρωτογενείς κανόνες, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δευτερεύουσες», στο μέτρο που αποσκοπούν στον προσδιορισμό των έννομων συνεπειών της παραβάσεως, πρωτογενείς "κανόνες.
Μόνο αυτοί οι "δευτερεύοντες" κανόνες εμπίπτουν στην πραγματική σφαίρα ευθύνης για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Μια αυστηρή διάκριση από αυτή την άποψη είναι απαραίτητη, εάν το θέμα της διεθνούς ευθύνης για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις πρέπει να τοποθετηθεί στη σωστή του προοπτική και να θεωρηθεί ως σύνολο.
24. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι το περιεχόμενο, η φύση και το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στο κράτος από τους «πρωτογενείς» κανόνες του διεθνούς δικαίου δεν έχουν σημασία για τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν την ευθύνη για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Όπως η Επιτροπή είχε την ευκαιρία να επισημάνει, είναι βέβαιο ότι πρέπει να γίνει διάκριση σε αυτές τις βάσεις μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών διεθνών υποχρεώσεων κατά τη μελέτη του αντικειμενικού στοιχείου της διεθνούς παράνομης ενέργειας.
Για να μπορέσει να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της διεθνούς παράνομης πράξης και να προσδιοριστούν οι συνέπειες της πράξης αυτής, είναι αναμφισβήτητα αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σημασία που αποδίδει η διεθνής κοινότητα στην εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων - για παράδειγμα, αυτά που αφορούν τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας - θα είναι σε πολύ διαφορετική σειρά από τη σημασία που αποδίδει στην εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεων, ακριβώς λόγω του περιεχομένου των πρώτων.
Ορισμένες υποχρεώσεις πρέπει επίσης να διακριθούν από τις άλλες ανάλογα με τη φύση τους, προκειμένου να προσδιοριστεί σε κάθε περίπτωση αν μια διεθνής υποχρέωση έχει πράγματι παραβιαστεί , εάν ναι, τη στιγμή που συνέβη η παραβίαση μπορεί να γίνει επίκληση της ευθύνης, και τη διάρκεια της παραβίασης.
Συνεπώς, το παρόν σχέδιο θα παρουσιάσει αυτές τις διαφορετικές πτυχές των διεθνών υποχρεώσεων, όποτε είναι απαραίτητο, με σκοπό την κωδικοποίηση των κανόνων που διέπουν τη διεθνή ευθύνη για διεθνώς παραβατικές πράξεις.
Το ουσιώδες στοιχείο παραμένει ωστόσο ότι είναι ένα πράγμα να δηλώσουμε έναν κανόνα και το περιεχόμενο της υποχρέωσης που επιβάλλει και ένα άλλο να καθορίσει αν έχει παραβιαστεί η υποχρέωση αυτή και ποιες είναι οι συνέπειες της παραβίασης.
Μόνο αυτή η δεύτερη πτυχή εμπίπτει στην πραγματική σφαίρα της διεθνούς ευθύνης που αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος σχεδίου.
Για να προωθηθεί οποιαδήποτε σύγχυση στο σημείο αυτό θα ήταν να δημιουργηθεί ένα εμπόδιο που θα μπορούσε για άλλη μια φορά να ανατρέψει την ελπίδα της επιτυχούς κωδικοποίησης του θέματος.
25. Επομένως, τα σχέδια άρθρων αφορούν μόνο τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν τη διεθνή ευθύνη του κράτους για τις διεθνούς πλάνης πράξεις, δηλαδή τους κανόνες που διέπουν όλες τις νέες έννομες σχέσεις στις οποίες υφίσταται διεθνώς παράνομη πράξη ενός κράτους μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Το σχέδιο κωδικοποιεί τους κανόνες που διέπουν την ευθύνη των κρατών για τις διεθνώς παραβατικές πράξεις «εν γένει», όχι μόνο σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς.
Η διεθνής ευθύνη του κράτους αποτελείται από μια σειρά νομικών καταστάσεων που απορρέουν από την παραβίαση οποιασδήποτε διεθνούς υποχρέωσης, είτε επιβάλλεται από τους κανόνες που διέπουν ένα συγκεκριμένο θέμα είτε από εκείνους που διέπουν ένα άλλο.
26. Η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει ότι η διεθνής ευθύνη είναι ένα από τα θέματα στα οποία η προοδευτική ανάπτυξη του νόμου μπορεί να διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, ιδίως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών διεθνών αδικημάτων και το περιεχόμενο και τους βαθμούς ευθύνης.
Οι ρόλοι που πρέπει να ανατεθούν, αντίστοιχα, στην προοδευτική ανάπτυξη και στην κωδικοποίηση των ήδη αποδεκτών αρχών δεν μπορούν ωστόσο να προγραμματιστούν εκ των προτέρων.
Πρέπει να εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες λύσεις που υιοθετούνται για τα διάφορα προβλήματα.
Επεξήγηση:
[83] Βλέπε ειδικότερα την επετηρίδα ... 1969, νοΙ. ΙΙ, σελ. 229 και επόμενα, έγγραφο Α / 7610 / Αναθ. 1, κεφ. IV.
[84] Ετήσιο βιβλίο ... 1967, τομ. ΙΙ, σελ. 325, έγγραφο Α / ΟΝ.4 / 196.
[85] Ibid., Σελ. 368, έγγραφο Α / 6709 / Αναθ. 1, παρ. 42.
[86] Ετήσιο βιβλίο ... 1969, τομ. ΙΙ, σελ. 125, έγγραφο Α / ΟΝ.4 / 217 και Add.l.
Το 1971, ο Ειδικός Εισηγητής υπέβαλε προσθήκη (A / CN.4 / 217 / Add.2) στην πρώτη έκθεσή του {Yearbook ...1971, τομ. ΙΙ (πρώτο μέρος), σ. 193).
[87] Ετήσιο βιβλίο ... 1970, vol. ΙΙ, σελ. 177, έγγραφο Α / ΟΝ.4 / 233.
[88] Δείτε Yearbook. . . 1969, νοΙ. ΙΙ, σελ. 233, έγγραφο A / 7610 / Αναθ. 1, παρ. 80-84 και Yearbook ... 1970, τομ. ΙΙ, σελ. 307-309, έγγραφο Α / 8010 / Αναθ. 1, παρ. 70-83.
[89] Βλέπε τα ψηφίσματα 3315 (XXIX) της 14ης Δεκεμβρίου 1974, 3495
(XXX) της 15ης Δεκεμβρίου 1975, 31/97 της 15ης Δεκεμβρίου 1976,
32/151 της 19ης Δεκεμβρίου 1977 και 33/139 της 19ης Δεκεμβρίου 1978.
[90] Το ζήτημα της τελικής μορφής που πρέπει να δοθεί στην κωδικοποίηση της ευθύνης του κράτους θα πρέπει προφανώς να ρυθμιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Η Επιτροπή θα διατυπώσει, σύμφωνα με το καταστατικό της, τη σύσταση που κρίνει σκόπιμη.
[91] Η Επιτροπή δεν υποτιμά τη σπουδαιότητα της μελέτης ζητημάτων που σχετίζονται με την ευθύνη υποκειμένων του διεθνούς δικαίου εκτός από τα κράτη αλλά η επιτακτική ανάγκη για σαφήνεια στην εξέταση του θέματος και ο οργανικός χαρακτήρας του σχεδίου καθιστούν σαφώς απαραίτητο να αναβάλει την εξέταση αυτών των άλλων ερωτήσεων
[92] Το 1974, η Επιτροπή έθεσε το θέμα «Διεθνής ευθύνη για τις ζημιογόνες συνέπειες που απορρέουν από πράξεις που δεν απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο» ως γενικό πρόγραμμα εργασίας ως ξεχωριστό θέμα, όπως συνιστάται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ) της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης 3071 (XXVIII) της 30ής Νοεμβρίου 1973. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που περιέχονται σε μεταγενέστερα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης, η Επιτροπή θεώρησε το 1977 ότι το εν λόγω θέμα πρέπει να τεθεί στο ενεργητικό της πρόγραμμα το συντομότερο δυνατόν.
Σύμφωνα με τη σύσταση της Γενικής Συνέλευσης στην παράγραφο 7 του ψηφίσματός της 32/151 της 19ης Δεκεμβρίου 1977, η Επιτροπή προέβη σε σειρά μέτρων κατά την τριακοστή σύνοδό της, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού ειδικού εισηγητή, προκειμένου να αρχίσει η εξέταση των ζητημάτων που τίθενται από τη μελέτη του θέματος της διεθνούς ευθύνης για ζημιογόνες συνέπειες που απορρέουν από πράξεις που δεν απαγορεύονται από το διεθνές δίκαιο.
Κατόπιν της αιτήσεώς της με το ψήφισμα 34/141 της 17ης Δεκεμβρίου 1979 να συνεχίσει τις εργασίες της επί του θέματος αυτού, η Επιτροπή διεξήγαγε μια πρώτη γενική συζήτηση στην τριακοστή δεύτερη σύνοδο του θέματος, βάσει προκαταρκτικής έκθεσης (A / CN.4 / 334 και Προσθήκη 1-2) που υπέβαλε ο κ. Robert Q. Quentin-Baxter, ειδικός εισηγητής (βλέπε κεφάλαιο VII) παρακάτω
Πωτότυπο ( Επετηρίδα της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου 1980 τόμος ΙΙ
Μέρος δεύτερο ) εδώ : http://legal.un.org/ilc/publications/yearbooks/english/ilc_1980_v2_p2.pdf