athanasntomp.blogspot.com

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2018

Ιστορική Αναδρομή των Τραπεζικών Ιδρυμάτων.





Ιστορική Αναδρομή των Τραπεζικών Ιδρυμάτων 

1 Οθωμανική Αυτοκρατορία 

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και διέθετε εδάφη στην Ευρώπη είτε πολύ κοντά στην Ευρώπη, δεν γνώρισε την Βιομηχανική Επανάσταση. Οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και τις συνήθειες του κυρίαρχου από την άποψη των εξουσιαστικών δομών στοιχείου, τα οποία αποδείχθηκαν τροχοπέδη για την βιομηχανική της ανάπτυξη, τουλάχιστον με τους όρους με τους οποίους αυτή συνέβη στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Παρά το μέγεθός της (η Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά την περίοδο των μεγάλων βιομηχανικών ανακαλύψεων, ήταν μία από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της περιόδου) απέτυχε να δημιουργήσει ισχυρή κεφαλαιακή βάση, ώστε να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη του συνόλου των υπηκόων της. Η διαφθορά των τοπικών διοικήσεων και η τάση των Σουλτάνων να αποθησαυρίζουν είτε για προσωπικό πλουτισμό είτε για την χρηματοδότηση πολέμων, αποτέλεσε τροχοπέδη για οποιαδήποτε αλλαγή προς την κατεύθυνση της εκβιομηχάνισης και ανασταλτικό παράγοντα για ανάλογες δραστηριότητες στους υπηκόους τους, που προέρχονταν από διαφορετικές φυλές και θρησκείες. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η χορήγηση τραπεζικών αδειών ξεκίνησε προκειμένου να «ελαφρύνει» η ανάγκη για περισσότερο δανεισμό από ευρωπαϊκά κεφάλαια. Οι συνεχείς πόλεμοι σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας υπέβαλλαν σε τεράστιες πιέσεις τα δημόσια οικονομικά δημιουργώντας καταστροφικές δανειακές ανάγκες (Görmez, 2008: 10). 
Από την άλλη μεριά, η τοκοφορία των κεφαλαίων, απαγορευόταν σύμφωνα με το νόμο του Ισλάμ, τον Εβραϊκό και Χριστιανικό, μία απαγόρευση που διατηρήθηκε 
 στην Αυτοκρατορία για περισσότερο χρόνο σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη (1).

(ΕΦΟΣΟΝ ΟΙ  ΠΟΛΙΤΕΣ ΔΕΝ  ΔΑΝΕΙΖΑΝ ΚΑΙ  ΕΙΔΙΚΑ  ΟΙ  ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ  ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ  ΠΟΙΟΙ  ΤΟ  ΕΚΑΝΑΝ....ΑΠΛΟ!)

Οι εμπορικές συναλλαγές της Τράπεζας Ανατολής με τη Δυτική Μακεδονία 

 Η άρση αυτής της απαγόρευσης σε διάφορες χώρες της Ευρώπης εφαρμόστηκε από τον 17ο αιώνα και στο εξής, ενώ στην Οθωμανική αυτοκρατορία μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους όπως αναφέρει ο Kuran (2008), για την «οικονομική υπανάπτυξη» (economic underdevelopment) στην Μέση Ανατολή, και κατ’ επέκταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, ήταν ήδη διαμορφωμένες κάποιες δομές, οι οποίες χρησίμευαν για την μεταφορά κεφαλαίων και την διευκόλυνση του εμπορίου. Σ(την ουσία, επινοήθηκαν διαφορετικοί τρόποι δανειοδότησης, κυρίως από ιδιώτες που προσέφεραν χρηματικές διευκολύνσεις στην εμπορική δραστηριότητα. Την περίοδο πριν την ίδρυση μοντέρνων τραπεζών και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, μη μουσουλμάνοι (αρχικά, αργυραμοιβοί) και τραπεζίτες υπήρξαν οι πρωταρχικοί οικονομικοί πιστωτές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Λεβαντίνοι (2)  υπήρξαν οι βασικές μη μουσουλμανικές οργανώσεις που ενεπλάκησαν σε τραπεζικές δραστηριότητες. Σαράφηδες (sarrafs) και τραπεζίτες, έχοντας ως βάση την περιοχή του Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, επικεντρώθηκαν κυρίως στη χρηματοδότηση του εμπορίου, στην μετατροπή ξένου συναλλάγματος, στο δανεισμό, στη συλλογή φόρων και στην χρηματοδότηση των φοροεισπαρακτόρων. Η κάθε ομάδα εξειδικευόταν σε ένα τομέα, οι Έλληνες κυρίως στην χρηματοδότηση του διεθνούς εμπορίου, ενώ οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι ενδιαφέρθηκαν για την χρηματοδότηση του Παλατιού (Al, 2010: 75). Από την στιγμή που δεν υπήρχαν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι έμποροι αυτοί έφτασαν να δανείζουν ακόμα και στον ίδιο το Σουλτάνο. Αργότερα, όταν ξεκίνησαν οι αδειοδοτήσεις για την ίδρυση μοντέρνων τραπεζών, αφορούσαν κυρίως ξένους επενδυτές. Αυτές δόθηκαν, δηλαδή, προκειμένου να εξασφαλιστεί ευκολότερη και φθηνότερη δανειοδότηση της Αυτοκρατορίας. Οι πρώτες προσπάθειες ίδρυσης μοντέρνων τραπεζών, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, ξεκίνησαν το 1836, με πρωτοβουλία Άγγλων επιχειρηματιών, χωρίς επιτυχία. Μία δεύτερη προσπάθεια το 1840, για την ίδρυση της Γενικής Τράπεζας της Κωνσταντινούπολης, είχε την ίδια τύχη. Ουσιαστικά, η πρώτη Τράπεζα που 
=============================================== 1) Ο τόκος κατά το Μεσαίωνα θεωρούνταν από την Χριστιανική Εκκλησία ως κάτι γενικά και συνολικά ανήθικο, ανεπίτρεπτο και αμαρτωλό. Ωστόσο, η Καθολική Εκκλησία φάνηκε σχετικά νωρίς να εφαρμόζει διατάξεις που έκαναν δυνατό το δανεισμό, περιορίζοντας σημαντικά τα επιτόκια (Reed&Bekar,2003).
2) Οι Λεβαντίνοι (Levantines) ήταν Ιταλικής, Μαλτέζικης, Καταλανικής, Ισπανικής και Πολωνικής καταγωγής. Αργότερα, ο πληθυσμός τους συμπεριέλαβε και Ολλανδούς, Γερμανούς και Άγγλους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Καθολικού θρησκεύματος (περισσότερα βλ. Σμυρνέλη, 2002)
================================================

λειτούργησε στην οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν η Τράπεζα της Σμύρνης το 1843. Επρόκειτο για σύμπραξη ξένων εμπόρων (Άγγλων, Γάλλων, Αυστριακών, Ολλανδών, Ρώσων, Αμερικανών, Ιταλών, Δανών, Ισπανών και Ελλήνων), υπό τον έλεγχο του Σουηδικού Προξενείου της Σμύρνης. Οι έμποροι αυτοί δραστηριοποιούνταν κυρίως στο εξαγωγικό εμπόριο αγροτικών προϊόντων στην Ευρώπη. Επρόκειτο κυρίως, για μία απόπειρα εκ μέρους τους να μειώσουν την εξάρτηση τους από άλλους εμπόρους και τραπεζίτες. Ο βίος της υπήρξε πολύ σύντομος, καθώς μόλις ένα χρόνο μετά την έναρξη των εργασιών της, η κυβέρνηση διέκοψε την λειτουργία της με την αιτιολογία ότι λειτουργούσε χωρίς άδεια. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, βασικότερος λόγος για το κλείσιμο της Τράπεζας, υπήρξε η αντίδραση εκ μέρους των τοπικών εμπόρων και τραπεζιτών (Al, 2010: 75). Ωστόσο, η εξήγηση που δίνει η Frangakis-Syrett (1992: 147) είναι πως η ίδια η επιτυχία της Τράπεζας, ιδιαίτερα στην σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, προκάλεσε την τύχη της, καθώς με αυτόν τον τρόπο εισέβαλε στα όρια της οθωμανικής κυριαρχίας, όπως γινόταν τότε αντιληπτή. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, είχε καταφέρει, ακόμα και σε μία τόσο περιορισμένη αγορά, αυτό που η Υψηλή Πύλη προσπαθούσε να κάνει σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, δηλαδή να επηρεάζει και να ρυθμίζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Καθώς μία τέτοια λειτουργία εθεωρείτο ότι ήταν ευθύνη και προνόμιο μόνο της κυβέρνησης, προκάλεσε την μήνιν του Σουλτάνου. Στην υφιστάμενη βιβλιογραφία παρουσιάζεται και μία ακόμη τράπεζα στην Σμύρνη (Commercial bank) με παρόμοια χαρακτηριστικά, η οποία επίσης είχε σύντομο βίο, 1844 -1847, ωστόσο το κλείσιμο της Τράπεζας αποδίδεται στην οικονομική κρίση του 1847 (Pamuk, 2000: 212). Σε εθνικό-κρατικό επίπεδο, η πρώτη Τράπεζα της Κωνσταντινούπολης ιδρύεται το 1845(7) , με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και με βάση ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς ως «οικονομικός αρωγός» της οθωμανικής κυβέρνησης (Exertzoglou, 1986:120). Από αυτό το σημείο και έπειτα οι εμπορικές τράπεζες πληθαίνουν, κυρίως από κεφάλαια εκτός Αυτοκρατορίας, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην περιφέρεια. 
===============================================
3) Αν και η υπάρχουσα βιβλιογραφία συμφωνεί στο γεγονός της ίδρυσης της Τράπεζας από τους τραπεζίτες του Γαλατά, υπάρχει διαφωνία για άλλα θέματα, όπως η χρονική της αφετηρία. Ο Pamuk (2000: 212) τοποθετεί την ίδρυσή της στα 1847, ενώ ο Al στα 1849. Επιπλέον, ο Εξερτζόγλου αναφέρει ότι οι Baltazzi (Μπαλτατζής;) και Alleon, διορίστηκαν διαχειριστές του ιδρύματος, με συμμετοχή τους στο τραπεζικό κεφάλαιο (Exertzoglou, 1986: 120), και πως ο Baltazzi υπήρξε γόνος ελληνικής οικογένειας της Σμύρνης, ενώ ο Αl αναφέρει πως ήταν Αυστριακός έμπορος. Ο Pamuk δεν αναφέρεται στην εθνικότητα του Baltazzi.
================================================

Καθώς για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο 19ος αιώνας υπήρξε μία περίοδος ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία, ενσωμάτωσης την οποία επέφερε η ταχεία επέκταση του εξωτερικού εμπορίου και των ευρωπαϊκών επενδύσεων, έγινε αισθητό το αίτημα ζήτησης και χρήσης χρήματος. Η Οθωμανική οικονομία σταδιακά και με αυξητικές τάσεις μετατρέπεται σε εξαγωγέα πρώτων υλών και σε εισαγωγέα μεταποιημένων προϊόντων. Το εξωτερικό εμπόριο στις περιοχές των συνόρων του 1901 της Αυτοκρατορίας, στη Μακεδονία, στην Ανατολία και στη Συρία, αυξήθηκε κατά περίπου 15 φορές την περίοδο μεταξύ του 1820 και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την διαδικασία αυτή διευκόλυνε η κατασκευή λιμανιών και σιδηροδρόμων και φυσικά η ίδρυση μοντέρνων τραπεζικών ιδρυμάτων, κυρίως από ευρωπαϊκά κεφάλαια. Ως αποτέλεσμα, η εμπορευματοποίηση της γεωργίας προχώρησε γρήγορα και μέλη του αγροτικού πληθυσμού εντάχθηκαν στις αγορές όχι μόνο ως παραγωγοί, αλλά και ως καταναλωτές εισαγόμενων προϊόντων. Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις η επιτυχία των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων θεωρήθηκε απαραίτητος όρος για την εδαφική της ακεραιότητα, και καλλιεργήθηκαν ελπίδες ότι η ταχεία επέκταση των εμπορικών δεσμών με την Ευρώπη και οι ευρωπαϊκές άμεσες επενδύσεις θα οδηγούσαν σε ανάπτυξη της οθωμανικής οικονομίας. Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι η οθωμανική πρόσβαση στις ευρωπαϊκές χρηματαγορές θα οδηγούσε στην προώθηση της φορολογικής μεταρρύθμισης και της νομισματικής σταθερότητας (Pamuk, 2012: 326-327). Ο Κριμαϊκός πόλεμος ήταν το γεγονός που έδωσε ουσιαστική ώθηση για την δημιουργία σύγχρονων τραπεζών. Κάτω από την πίεση του πολέμου, το Οθωμανικό κράτος κατέφυγε για πρώτη φορά στην ιστορία του, στον εξωτερικό δανεισμό. Τα δάνεια του 1854 και 1855 (£ 3,000,000 και £ 5,000,000 ) τα οποία συντάχθηκαν από τους Dent, Palmers &Co. Και Rothschilds του Λονδίνου αντίστοιχα, σηματοδότησαν το σημείο έναρξης μίας μακράς επισυσσώρευσης χρεών έναντι των ευρωπαϊκών χρηματαγορών (Eldem, 1999: 52). Επί δεκαετίες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι ανάγκες του οθωμανικού κράτους για χρηματοδότηση καλύπτονταν από εσωτερικές πηγές, από τους «τραπεζίτες του Γαλατά», που ωστόσο αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και ανίκανοι να ανταποκριθούν στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες για ρευστότητα. Για την χορήγηση των δανείων, υποθηκεύτηκε ο φόρος υποτέλειας της Αιγύπτου, ο οποίος στο εξής θα κατατίθετο απευθείας από τον Χεδίβη (4) της Αιγύπτου στην 
================================================
4) Τίτλος του Αντιβασιλέα της Αιγύπτου, υπό Οθωμανική κυριαρχία (1867- 1914).
================================================
Τράπεζα της Αγγλίας. Αρκετοί Τούρκοι ιστορικοί της οθωμανικής περιόδου υποστηρίζουν ότι η έκδοση του δανείου του 1854 σηματοδότησε την περίοδο που η οθωμανική κυβέρνηση «βούλιαξε» στα χρέη προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. (ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ).......
Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι η οθωμανική οικονομία είχε εξαντλήσει όλες τις εναλλακτικές λύσεις. Πριν ακόμη την εκταμίευση των δανείων, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων είχε ήδη διατεθεί, ή επρόκειτο κοντινό μέλλον να διατεθεί, για νέα δάνεια από τις τοπικές αγορές. Αν υπολογίσει κανείς ότι τα επιτόκια των Τραπεζιτών του Γαλατά κυμαίνονταν σε επίπεδα πάνω από 15%, το επιτόκιο του 7,9% του δανείου του 1854, ευλόγως θεωρήθηκε ευνοϊκό (Birdal, 2010: 26- 27). Μία άλλη συνέπεια του Κριμαϊκού Πολέμου είναι ότι επιτάχυνε τις διαδικασίες για τη δημιουργία μίας κεντρικής κρατικής τράπεζας. Το αυτοκρατορικό διάταγμα του 1856 υπογράμμισε τη σημασία των τραπεζών για την αυτοκρατορία και ενθάρρυνε την ίδρυσή τους. Δύο τραπεζικές άδειες χορηγήθηκαν σε αλλοδαπούς το 1856, με την μία μόνο ουσιαστικά να ευοδώνεται. Τελικά, η Οθωμανική Τράπεζα ιδρύθηκε με βρετανικά κεφάλαια, (Rothschilds)σε μικρή όμως κλίμακα, το 1856 και έγινε αυτοκρατορική τράπεζα το 1863, όταν δόθηκε άδεια στους Γάλλους να συμμετέχουν και αυτοί στο μετοχικό της κεφάλαιο (5) . Παρά τις αντίξοες συνθήκες, την έκκρυθμη κατάσταση στην τοπική χρηματαγορά και τις πολιτικές αναταραχές στην χώρα, κατάφερε να αναπτυχθεί σε σύντομο σχετικά διάστημα. Εκτός από τις τακτικές εμπορικές- τραπεζικές της δραστηριότητες, η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα ανέλαβε την διαχείριση διαθεσίμων, με χρήση του δικτύου της εντός της Αυτοκρατορίας, τις υπηρεσίες διαχείρισης εξωτερικού και εσωτερικού χρέους, καθώς και το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χαρτονομισμάτων (Pamuk, 2000: 212 -213). 
================================================
5) Η Οθωμανική Τράπεζα μετά το 1875 βρέθηκε υπό το έλεγχο των Γάλλων, καθώς μειώθηκε το αγγλικό κεφάλαιο. Τα προνόμια της διατηρήθηκαν, παρά τις εντάσεις που δημιουργήθηκαν κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Με την ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας της Δημοκρατίας της Τουρκίας, τα χαρτονομίσματα που είχε εκδώσει ανακλήθηκαν, μία διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1948. Η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα μετεβλήθη σε εμπορική, χωρίς τα προνόμια που είχε παλαιότερα, και συνέχισε τις δραστηριότητες της με γαλλικό κεφάλαιο μέχρι το 1996 (Al, 2010: 76
  ===============================================


Ο φάρος της Ανατολής: Εγκυκλοπαιδικόν Ημερολόγιον, 1901: 199


Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα πληθώρα τραπεζών με ξένα κεφάλαια αρχίζουν η μία μετά την άλλη να ιδρύονται εντός της Αυτοκρατορίας. Κίνητρο για τις περισσότερες από αυτές υπήρξε ο δανεισμός προς την οθωμανική κυβέρνηση. Οι Τραπεζίτες του Γαλατά που μέχρι τότε υπήρξαν οι μόνοι χρηματοδότες του Οθωμανικού κράτους είτε δημιούργησαν συνεταιρισμούς με ξένες τράπεζες, είτε συνεργάστηκαν μεταξύ τους, προκειμένου να ανταγωνιστούν την πληθώρα των νεοϊδρυθεισών τραπεζών. Η Γενική Εταιρεία του Οθωμανικού Κράτους είναι η πρώτη μετοχική εταιρεία, που στηρίχθηκε στα κεφάλαια των τραπεζιτών του Γαλατά, και ακολούθησαν η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως(6)(1872), την οποία ίδρυσε ο Α. Συγγρός, A. Bλαστός, Γ. Κορονιός, Γ. Ζαρίφης, Σ. Σκουλούδης και Ο. Νεγρεπόντης, η Οθωμανική Εταιρεία Αξιών και Συναλλαγών, η Αυστροτουρκική Τράπεζα και άλλες (Minoglou, 2002: 132- 133, Pamuk, 2000: 213). Πολύ σημαντικές, και προερχόμενες από «εγχώριες ομάδες», χαρακτηρίζει ο Pamuk (2000: 221) την Τράπεζα Θεσσαλονίκης (1888) και την Τράπεζα Μυτιλήνης (1891), η οποία θεωρείται από πολλούς μελετητές ότι βασίστηκε αποκλειστικά σε ελληνικά κεφάλαια (Geyikdagi, 2011: 103). Η πραγματική «ορμή», όπως τη χαρακτηρίζει ο Thobie (1991: 421), για την ίδρυση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, σημειώθηκε στην αλλαγή του αιώνα και μεταξύ του 1905 και 1907. Το 1905, άνοιξαν τα υποκαταστήματα της Κωνσταντινούπολης και 
================================================
6)  Δεν πρέπει να συγχέεται με την Τράπεζα Κωνσταντινούπολης του 1845. 
================================================
Σμύρνης της Τράπεζας Αθηνών, της Τράπεζας Θεσσαλονίκης και της Τράπεζας της Ανατολής. Μέσα σε ένα χρόνο οι πρωτοβουλίες αυτές ακολουθήθηκαν από την WienerBank- Verein και την Deutsche Orient bank που άνοιξαν υποκαταστήματα στην Κωνσταντινιούπολη. 

                Τράπεζες το 1914 (Πηγή: Thobie, 1991: 422) 

Η κρίση του 1907/8, μόνο προσωρινά αναχαίτησε την ορμή αυτή, με την Deutsche Βank να ανταποκρίνεται στην πρόκληση των επίσης γερμανικών συμφερόντων ανταγωνιστών της –Dresdner, National and Schaaffhausen’scher- με όχημα την Deutsche Orientbank. Μία νέα διάσταση αναδύθηκε από την ίδρυση της Banco di Roma το 1911. Στον παρακάτω πίνακα, φανερώνεται η δυναμική των τραπεζών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία:


 Το 1913, η Τράπεζα της Ανατολής φαίνεται ότι διαθέτει σύμφωνα με όσα παραθέτει ο Palgrave στο Banking Almanac του 1914 μόνο τα παραπάνω υποκαταστήματα, ωστόσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι το1904 η Τράπεζα διαθέτει υποκαταστήματα στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο και στη Μυτιλήνη, καθώς και πρακτορείο στο Μοναστήρι μετά το 1906. Μία πιθανή εξήγηση για τη μη αναφορά τους στην εν λόγω πηγή μπορεί να είναι ότι αυτά ίσως είχαν ιδρυθεί με το καθεστώς του πρακτορείου και όχι του υποκαταστήματος. Παρ’ όλ’ αυτά, παίρνουμε μία ιδέα για την μεγάλη διείσδυση των τραπεζών στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 



Άλλες ξένες τράπεζες ιδρύθηκαν προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το εμπόριο ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις χώρες προέλευσης των τραπεζών, καθώς, όπως αναφέρθηκε, η Αυτοκρατορία εξήγαγε πρώτες ύλες και εισήγαγε βιομηχανικά αγαθά. Οι γερμανικές τράπεζες, αν και εμφανίστηκαν στο οικονομικό προσκήνιο της Αυτοκρατορίας σχετικά αργά σε σύγκριση με τις αγγλικές και γαλλικές, πολύ γρήγορα τις ξεπέρασαν. Η Deutsche Orient Bank (Γερμανική Τράπεζα της Ανατολής), ιδρύθηκε το 1906 (7)
 προκειμένου να αναλάβει τη χρηματοδότηση των υποδομών σε όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Deutsche Bank, «ανταγωνιστής»(8) της Deutsche Orient Bank, ήταν ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος των γερμανικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και συνέβαλε αποφασιστικά στην εκπόνηση μεγάλων έργων, όπως η σιδηροδρομική γραμμή Βερολίνου –Βαγδάτης, τα εγγειοβελτιωτικά έργα στο Ικόνιο και στην πεδιάδα των Αδάνων. Η Αυστρία, η Ιταλία, η Ολλανδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Ρωσία, η Ουγγαρία και η Ελλάδα ίδρυσαν τραπεζικά καταστήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
================================================

7) Η σύμπραξη της με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος είχε διαλυθεί μόλις σε λίγους μήνες, η γερμανική Deutsche Orient Bank κράτησε τα υποκαταστήματα σε Αμβούργο και Κωνσταντινούπολη. Και η Εθνικη τα Θεσσαλονίκη, Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο και στη Μυτιλήνη, καθώς και το πρακτορείο στο Μοναστήρι 
8)  H Deutsche Orient Bank, υπήρξε μέλος του ομίλου Nationalbank für Deutschland, ανταγωνιστικού της Deutsche Bank, περισσότερα στο A Century of Deutsche Bank inTurkey, 2009: 8- 9
================================================

2 Ελλάς: 

Μέχρι το 1914 είχε περάσει ένας σχεδόν αιώνας σχεδόν χωρίς να ξεσπάσει κάποιος πόλεμος, στον οποίο να αναμιχθούν όλες οι μεγάλες δυνάμεις. Υπήρξε μόνο ένας μεγάλος πόλεμος στον οποίο ήρθαν αντιμέτωπες τρεις από τις μεγάλες δυνάμεις, ο πόλεμος της Κριμαίας 1854-56. Κατά την περίοδο 1871-1914 καμία μεγάλη δύναμη δεν φάνηκε διατεθειμένη να ξεκινήσει ένα νέο μεγάλο πόλεμο. Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι ευρωπαϊκές χώρες, αν και κυριαρχούν στην διεθνή αγορά, αντιμετωπίζουν την κρίση των αγορών, δασμολογικούς πολέμους και την συνδικαλιστική αφύπνιση των εργαζομένων. Τα περιθώρια για κέρδη περιορίζονταν σημαντικά, γεγονός που μετατόπισε το ενδιαφέρον των αγορών σε έξω-ευρωπαϊκές επενδύσεις. Η συνθήκη αυτή, κατέληξε να τροφοδοτήσει την ελληνική αγορά, η οποία εισήλθε σε μία πρώιμη φάση εκβιομηχάνισης, με ένα αξιόλογο όγκο κεφαλαίων. Παρόμοιο φαινόμενο, αλλά με μικρότερη ένταση 
παρατηρήθηκε στην Ανατολική Ευρώπη, στα Βαλκάνια και σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Πατρώνης, 2015: 118). Την περίοδο αυτή, και ιδιαίτερα μετά το 1870, παρατηρείται η εισαγωγή κεφαλαίων των ομογενών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ελληνική οικονομία. Η στροφή των Ελλήνων Τραπεζιτών του Γαλατά προς την Ελλάδα σχετίζεται αφενός με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην χρηματιστηριακή αγορά της Κωνσταντινούπολης και αφετέρου με τις νέες προοπτικές που φάνηκε να ανοίγονται στον ελλαδικό χώρο. Η στροφή αυτή εκφράστηκε με την ίδρυση δύο τραπεζών, της Γενικής Πιστωτικής Τράπεζας (1873) και της Τράπεζας Βιομηχανικής Πίστεως (1874). Ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και στις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχε αμφίδρομη κίνηση κεφαλαίων. Εισροές υπήρχαν με μορφή δωρεών, κληροδοτημάτων και επενδύσεων και εκροές με την μορφή επανεξαγωγής κερδών, τοποθετήσεων των τραπεζών αλλά και της χρηματοδότησης των σχολείων, φορέων και άλλων δράσεων (Αγριαντώνη, 2000: 161). Η δυναμική του παροικιακού ελληνισμού, εξαιτίας της ευρωπαϊκής οικονομικής ύφεσης και της ανάπτυξης των τοπικών εθνικιστικών κινημάτων εμφάνισε σημεία κάμψης και άρχισε πλέον να απειλείται όχι μόνο οικονομικά αλλά και εθνικά, με τη δημιουργία εθνικών κρατών στους χώρους των παροικιών. Σε τελευταία ανάλυση η διεθνής ύφεση και η συνακόλουθη άνοδος των εθνικισμών στην Βαλκανική και στην Ανατολική Μεσόγειο, οδήγησε σε μια διογκούμενη κρίση και σχετική συρρίκνωση του παροικιακού ελληνισμού. Οι Έλληνες της Διασποράς διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία διαδικασία που σήμανε μια αλλαγή εποχής για τον τραπεζικό χώρο. Την περίοδο αυτή, στην Αθήνα θα εγκατασταθούν δύο πολύ σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες του ελληνισμού των παροικιών: ο Ανδρέας Συγγρός, μεγαλοτραπεζίτης της Πόλης το 1872, και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, μεγαλοεπιχειρηματίας της Αλεξάνδρειας το 1908.(ΜΕ  ΡΙΖΕΣ  ΑΠΟ  ΤΟ  ΦΑΝΑΡΙ )

Η περίοδος διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Χαρίλαο Τρικούπη, η οποία χαρακτηρίστηκε από προσπάθειες αναμόρφωσης της δημοσιονομικής και διοικητικής συγκρότησης της χώρας, την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, οδήγησε σε επενδύσεις στο χώρο των υποδομών, Φτιάχνονται δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές και ιδρύονται δεκάδες ανώνυμες εταιρείες σε όλο το φάσμα της παραγωγής. Προκειμένου να γίνουν πραγματικότητα όλα αυτά ο Τρικούπης κατέφυγε σε Έλληνες τραπεζίτες, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και ευρωπαϊκούς φορείς και ζήτησε δάνεια για την οικονομική στήριξη της ελληνικής οικονομίας. 

Επτά δάνεια σύναψε η Ελλάδα, την εποχή εκείνη. Κομβικό ρόλο ανάμεσα στους δανειστές και την δανειζόμενη Ελλάδα έπαιξαν οι Έλληνες τραπεζίτες και τα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία οι ίδιοι σύστησαν. ( ΤΩΡΑ  ΠΟΙΟΙ  ΑΚΡΙΒΩΣ  ΕΛΛΗΝΕΣ  ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΤΕ ΚΑΙ  ΔΕΙΤΕ  ΟΝΟΜΑΤΑ  ΠΑΡΑΚΑΤΩ )

Η δημιουργία νέων τραπεζών έθεσε τέλος στη μονοκρατορία της Εθνικής Τράπεζας, η οποία μονοπωλούσε μέχρι τότε, όχι μόνο την προεξοφλητική ή υποθηκική πίστη, αλλά και το εκδοτικό προνόμιο, και έβαλε τις βάσεις του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος. Οι πρώτες κινήσεις, όπως μαρτυρεί ο Συγγρός στα απομνημονεύματα του, φαίνεται να σχετίζονται με τις νέες συνθήκες που άρχισαν να επικρατούν στο δανεισμό του οθωμανικού Δημοσίου. Οι «σαράφηδες» του Γαλατά δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που η μία μετά την άλλη άρχισαν να ιδρύονται στην Κωνσταντινούπολη. Οι ομογενείς της Κωνσταντινούπολης, με τη συνεργασία και άλλων Ελλήνων από τις παροικίες (από την Οδησσό και αλλού), θα ιδρύσουν τρεις νέες τράπεζες στην Ελλάδα. Η Γενική Πιστωτική Τράπεζα (ΓΠΤ) ιδρύθηκε στο τέλος του 1872 από όμιλο επιχειρηματιών περί τον Ανδρέα Συγγρό (Παπούδωφ, Θεολόγης κ.ά), και τον Μάιο του1873 ιδρύθηκε η Τράπεζα Βιομηχανικής Πιστώσεως (ΤΒΠ) (από τους Μπαλτατζή, Ζωγράφο, κ.ά). Ο κύκλος θα συμπληρωθεί με την ίδρυση της Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας, που ιδρύθηκε και πάλι από τον Συγγρό το 1882 και εξασφάλισε το πολυπόθητο εκδοτικό προνόμιο στις νέες επαρχίες της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Οι παραπάνω τράπεζες ανέλαβαν την μεσολάβηση για παροχή δανείων από την Ευρώπη με την ανάλογη προμήθεια, ενώ παράλληλα δάνειζαν στο Ελληνικό κράτος με επιτόκια υψηλότερα των εξωτερικών δανείων, προκειμένου αυτό να εξοφλήσει ποικίλες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Σύμφωνα με τον Στασινόπουλο (2006: 398) ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε κυρίως με βάση το εκδοτικό προνόμιο και τη δανειοδότηση του κράτους. Έτσι, η Ελλάδα πτώχευσε το 1893, ενώ τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ακολούθησε η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, δέκα χρόνια αφότου επιβλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο κατώφλι του 20ου αιώνα, και μετά την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, διαπιστώνεται στον ελλαδικό χώρο μια σιωπηρή ανάταξη της οικονομίας, καθώς καταγράφεται μια αναμφισβήτητη πρόοδος. Η βιομηχανία επεκτείνεται και η εμπορική ναυτιλία γίνεται ατμοκίνητη και αναπτύσσει διεθνείς δραστηριότητες. Ακολουθώντας την πορεία των ελληνικών επιχειρήσεων, και οι ελληνικές τράπεζες επεκτείνονται σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Η άνοδος των μεγάλων ελληνικών εμπορικών τραπεζικών ομίλων στη Ελλάδα, όπως εκφράστηκε με την ωρίμανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, 
δημιούργησε την ανάγκη επέκτασης των εργασιών τους και εκτός των ελληνικών συνόρων. Ο βαλκανικός χώρος, λόγω της γεωγραφικής και πολιτισμικής εγγύτητας αλλά και της ιστορικής συγκυρίας, δημιουργούσε συνθήκες ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, προσδιορίζοντας μία ενδιαφέρουσα αγορά για τις ελληνικές τράπεζες. Η σταδιακή σύγκλιση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας προς τα πρότυπα των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και οι προσπάθειες εκμοντερνισμού και διαρθρωτικών αλλαγών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνέβαλαν ουσιαστικά στην προσέλκυση των ελληνικών τραπεζών στην γειτονική χώρα. Στη χώρα πλέον διαμορφώνεται ένα ισχυρό τραπεζικό κεφαλαίο, ενώ διανύουμε την εποχή κατά την οποία εμφανίζονται οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας (Pepelasis, 2012: 125-126). Η Τράπεζα Αθηνών που ιδρύθηκε τη χρονιά της χρεωκοπίας, το 1893 (κατά άλλες πηγές το 1894), με πυρήνα το τραπεζικό κατάστημα του Κωνσταντινουπολίτη Αντ. Καλλέργη, και με τη συνδρομή του Αλ. Λαμπρινούδη, που είχε διατελέσει διευθυντής της εταιρείας των αδερφών Ράλλη στις Ινδίες, καθώς και άλλων επιχειρηματιών (Πατρώνης, 2015: 131)(9)
η Λαϊκή τράπεζα το 1905, η Εμπορική το 1907. Οι παραπάνω τράπεζες μαζί με την Εθνική που ιδρύθηκε το 1841 και την Ιονική, είχαν μονοπωλήσει την αγορά και συγχωνεύσει όλα τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου. Το 1904 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ανατολής, από την Εθνική Τράπεζα και τη γερμανική National Bank für Deutschland, επίσης με στόχο τη διείσδυση στην Ανατολή. 
Η Τράπεζα της Ανατολής υπήρξε η πρώτη τράπεζα καταθέσεων (Banque de dépôts) στην Ελλάδα
η οποία διέθεσε νέου τύπου πιστώσεις στις επιχειρήσεις (δάνεια με ενεχυροεμπορευμάτων), συμμετείχε σε σημαντικές βιομηχανικές δραστηριότητες και ανοίχτηκε στη χρηματοδότηση της αγοράς ατμόπλοιων από τους Έλληνες εφοπλιστές, στις συμμετοχές σε βιομηχανικές εταιρείες αλλά και στην είσοδο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα, εγκαινιάζοντας, το 1904, την συνεργασία της με τη γαλλική Banquede l’Union Parisienne ενώ το 1906 εξαγόρασε την Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως. Η δυναμική άνοδος στο τραπεζικό στερέωμα της Τράπεζας της Ανατολής (της πρώτης τράπεζας που προσανατόλισε τη δραστηριότητά της προς τον ιδιωτικό τομέα), προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, αίσθηση (Πατρώνης, 2015: 131).
================================================
9) O Thobie (1991: 421, υποσημείωση: 39) αναφέρει ότι η Τράπεζα Αθηνών προερχόταν από την σύμπραξη ελληνικού και αγγλικού κεφαλαίου, ενώ ο Hazdiiossif (1999: 164-165) τονίζει τον ελληνικό χαρακτήρα της Τράπεζας, ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ιωάννη Πεσμαντζόγλου, τραπεζίτη της Αλεξάνδρειας, του οποίου ο οίκος συγχωνεύτηκε με την Τράπεζα Αθηνών.
================================================
ΑΠΟ  ΤΟΝ...''ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟ '' ΤΗΣ  ΜΙΚΡΑΣ  ΑΣΙΑΣ


                                                                            
''ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟΣ'' ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

3 Μακεδονία

 Στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, ολόκληρη η Μακεδονία βρίσκεται σε αναταραχή. Από την μία μεριά έχουμε τα πολεμικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στα εδαφικά της όρια, και από την άλλη αυτά που εκτυλίσσονται στον διπλωματικό τομέα, στην Ευρώπη. Στην προσπάθειά μας να σκιαγραφήσουμε τα γεγονότα της εποχής, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την πολυτάραχη αυτή περίοδο στην ιστορία της Μακεδονίας, υπό το πρίσμα του Μακεδονικού Ζητήματος και των διπλωματικών ενεργειών των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις, επηρεάζοντας καθοριστικά την πορεία της Μακεδονίας στο χρόνο. Ξεκινώντας από την ίδια την περιοχή της Μακεδονίας, θα πρέπει να κάνουμε την παρατήρηση ότι εκτός από τη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχε ουσιαστική βιομηχανική ανάπτυξη, παρά το γεγονός ότι διέθετε πλούσιους φυσικούς πόρους, αφθονία νερού, και φθηνά εργατικά χέρια. Ανάμεσα στους λόγους που εμπόδισαν αυτού του είδους την ανάπτυξη, στους οποίους συγκαταλέγονται η γραφειοκρατία, η έλλειψη τεχνικής εκπαίδευσης και ο ανταγωνισμός των ξένων δυνάμεων, ξεχωρίζει η έλλειψη οργανωμένου τραπεζικού συστήματος. Μέχρι τα τέλη του 1860, οι πιστώσεις ήταν περιορισμένες και αφορούσαν μόνο λίγους εμπόρους της Θεσσαλονίκης. Οι τοπικοί δανειστές δάνειζαν με υψηλά επιτόκια, ενώ τραπεζικό σύστημα δεν υφίστατο (το υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας άνοιξε μόλις το 1864). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την μικρή αγοραστική δύναμη του αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας, αποτέλεσε το μεγαλύτερο εμπόδιο για επενδύσεις στον επιχειρηματικό τομέα. Πολλοί λίγοι ήταν αυτοί που ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν, καθώς το κεφάλαιο των εμπόρων ήταν δεσμευμένο σε εμπόρευμα και υπήρχε έλλειψη ρευστότητας. Η ανάπτυξη όμως του σιδηροδρομικού δικτύου και των ατμόπλοιων και η βελτίωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών και του τηλέγραφου βελτίωσαν και διευκόλυναν σε μεγάλο βαθμό το εμπορικό δίκτυο. Στο μεταξύ ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στο χώρο, άρχισε να εξαρτάται κατά μεγάλο βαθμό από τους πιστωτικούς όρους που ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν (Gounaris, 1993: 169). Οι εμπορικές προοπτικές στη Μακεδονία προκάλεσαν το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών και για πρώτη φορά η Οθωμανική Τράπεζα επρόκειτο να αποκτήσει ανταγωνιστή στη Θεσσαλονίκη το 1888. Η Τράπεζα Θεσσαλονίκης ήταν πλέον γεγονός, με το μετοχικό κεφάλαιο να μοιράζεται μεταξύ των: Länderbank της Βιέννης, Comptoir d’ Escompte του Παρισιού και την εταιρεία των Αδελφών Αλλατίνη. Υποθέτουμε ότι λόγω της καταγωγής των τελευταίων, η συγκεκριμένη τράπεζα συνεργάστηκε στενά με την εβραϊκή κοινότητα, ο πληθυσμός της οποίας την εποχή εκείνη στην Θεσσαλονίκη ήταν μεγάλος. Τον επόμενο χρόνο, ανοίγει η πρώτη τράπεζα ελληνικών συμφερόντων στη Θεσσαλονίκη, η Τράπεζα Μυτιλήνης, ενώ το 1905 ξεκινά τις εργασίες της και η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως Αθηνών. Το 1906, ανοίγει η Τράπεζα της Ανατολής, ως παράρτημα της Deutsch Orient Bank. Στο πλαίσιο των εθνικών ανταγωνισμών και διεκδικήσεων στη Μακεδονία, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι προσπαθούσαν να παγιώσουν τις σφαίρες επιρροής τους και ο μοναδικός τρόπος για να το πετύχουν ήταν η εξασφάλιση ενός αξιόπιστου οικονομικού και τραπεζικού δικτύου. Μόλις το 1908 λειτούργησε η σερβική Beogradska Zadruga ενώ το 1912 μπόρεσε η Εθνική Τράπεζα Βουλγαρίας να ανοίξει υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη. Γίνεται αντιληπτό ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν αισθητό προβάδισμα έναντι των τοπικών ανταγωνιστών τους στη Μακεδονία. Οι τράπεζες αυτές υπήρξαν πολύ δραστήριες, οργανώνοντας και υποστηρίζοντας τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα στον μακεδονικό χώρο. Αν και η διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία συμφωνούν ότι οι τράπεζες αυτές δεν υπέκυψαν στις πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης να συμμετέχουν σε αλυτρωτικές διεκδικήσεις, ωστόσο τα ίδια τα συμφέροντα των τραπεζών, και ειδικά της Τράπεζας της Ανατολής, υπήρξαν στενά συνδεδεμένα με τα συμφέροντα και το κεφάλαιο των Ελλήνων εμπόρων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Η τελευταία μεταρρυθμιστική προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για τον 19ο αι. πραγματοποιήθηκε στα 1878, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-78, οδήγησε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, αλλά και όλης της Βαλκανικής, στα όρια της ανέχειας. Από το 1881 και έπειτα επιβάλλεται διεθνής οικονομικός έλεγχος στην Αυτοκρατορία για την διαχείριση του οθωμανικού δημοσίου χρέους, γεγονός που οδηγεί σε μία σειρά από μεταρρυθμιστικά σχέδια, τα οποία ευνόησαν τους τραπεζικούς κύκλους και παραχώρησαν τον χώρο και τον τρόπο, προκειμένου να αναπτυχθούν τραπεζικά καταστήματα, όπως η Τράπεζα της Ανατολής, που αποτελεί και τον κεντρικό άξονα της μελέτης. Πιο συγκεκριμένα, η συλλογική επέμβαση όλων των Μεγάλων Δυνάμεων, με το αίτημα για μεταρρυθμίσεις και εκμοντερνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άφηνε μόνο περιθώρια υποχώρησης εκ μέρους των Οθωμανών και σήμαινε ολοένα και 
μεγαλύτερη αύξηση της επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων (Παξιμαδοπούλου - Σταυρινού, 2009: 49-50). Στην Αγγλία χρεώνεται η πρωτοβουλία για την επείγουσα ανάγκη εισαγωγής μεταρρυθμίσεων, ήδη από το 1901. Την αποτυχημένη προσπάθεια του πρεσβευτή O’Connor ακολούθησαν διαβήματα της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, που όμως και αυτά είχαν την ίδια τύχη. Η περίοδος αυτή στη Μακεδονία, χαρακτηρίζεται από γενικευμένη αναρχία, την οποία η Οθωμανική κυβέρνηση φάνηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει. Μεταρρυθμιστικά σχέδια και υπομνήματα κατέθεσαν η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία. Παρ’ όλες τις διαφωνίες τους, οι τρεις δυνάμεις, μπροστά στον κίνδυνο της γερμανικής ανόδου, συνέκλιναν στο μεταρρυθμιστικό «Πρόγραμμα της Βιέννης». Το πρόγραμμα αυτό, αν και όχι οριστικό και ολοκληρωμένο, θεωρήθηκε ως βάση για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, βάσει των οποίων θα μπορούσαν να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Η προσέγγιση αυτή των Δυνάμεων δεν σχετίζεται μόνο με την εμπλοκή τους στο Μακεδονικό Ζήτημα, αλλά πρέπει να ιδωθεί και υπό το πρίσμα των προτεραιοτήτων τους στην εξωτερική πολιτική και των γεωπολιτικών και στρατηγικών σκοπιμοτήτων που υπαγόρευαν παρεμβάσεις και σε άλλα μέρη του κόσμου. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι η διατήρηση του status quo στη Μακεδονία, προωθήθηκε ως λύση ικανοποιητική για όλες τις κατευθύνσεις (Παξιμαδοπούλου - Σταυρινού, 2009: 92-101). Τούτο, βέβαια, επρόκειτο να αλλάξει, όταν στις αρχές του 1903, μια επικείμενη εξέγερση στη Μακεδονία, απειλούσε να ξανανοίξει το Ανατολικό Ζήτημα. Οι κανονισμοί που εστάλησαν στα βιλαέτια, όπως προέβλεπε το σχέδιο δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Για ακόμη μία φορά η Οθωμανική Κυβέρνηση στάθηκε ανίκανη να ελέγξει την αυθαιρεσία της τοπικής διοίκησης, αλλά και οι Μεγάλες Δυνάμεις, να προστατεύσουν τα δικαιώματα των χριστιανικών πληθυσμών. Οι Οθωμανοί κατηγορούσαν τους Ευρωπαίους και οι Ευρωπαίοι, τους Οθωμανούς. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αφενός ήταν πολύ δύσκολο σε καθεστώς αναρχίας να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις και αφετέρου, ενώ -υποτίθεται- προκρίθηκε η λύση της διατήρησης της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, αποτελούσε κοινό μυστικό ότι η Ρωσία υπήρξε ο κύριος χρηματοδότης των βουλγαρικών κομιτάτων στη Μακεδονία (Παξιμαδοπούλου - Σταυρινού, 2009: 101). Ένα νέο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αυτό του Mürzsteg, του οποίου οι διαπραγματεύσεις επρόκειτο να διαρκέσουν χρόνια, έγινε δεκτό για διαβούλευση από την Υψηλή Πύλη το Νοέμβριο του 1903. Η στάση των Οθωμανικών υπήρξε πάλι διστακτική καθώς η ασάφεια του προγράμματος και η κεκαλυμμένη πρόθεση της Ρωσίας και της Αυστρίας να υποβαθμίσουν την οθωμανική διοίκηση δεν έγινε αρεστή. Ο φόβος, ωστόσο, μίας νέας συζήτησης περί αυτονομίας της Μακεδονίας, ανάγκασε την οθωμανική κυβέρνηση σε υποχώρηση (Παξιμαδοπούλου - Σταυρινού, 2009: 143). 

4 Δυτική Μακεδονία 

Στην περιοχή στης Δυτικής Μακεδονίας, όπως παρατηρεί ο Βακαλόπουλος Α., μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πολύ πιο καθαρά από κάθε άλλη περιοχή του ελληνικού χώρου, τις ζυμώσεις που κατευθύνουν την πορεία του νέου ελληνισμού και την εξελικτική πορεία του προς την οικονομική, πνευματική και πολιτική του άνοδο. Η μορφολογία του εδάφους σε συνάρτηση με τις δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες κατά τους χειμερινούς μήνες, ώθησαν τους κατοίκους από πολύ νωρίς στην λύση της μετανάστευσης, τόσο στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και στο εξωτερικό. Την κατάσταση περιγράφει φιρμάνι του 1740, το οποίο επιχειρεί να ανακόψει την ερήμωση των καζάδων «του αριστερού βραχίονος της Ρούμελης». Στις σχετικές οδηγίες προς τις τοπικές αρχές, θρησκευτικές και πολιτικές, απαγορεύτηκε η, χωρίς προηγούμενη εγκεκριμένη άδεια, μετανάστευση, ιδιαίτερα προς την Κωνσταντινούπολη. Οι πιο δραστήριοι καταφέρνουν, ωστόσο, να μεταναστεύσουν προς την κεντρική Ευρώπη, όπου δραστηριοποιούνται στο εμπόριο. Η συνεχής επαφή τους με τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, ωθεί και τους συμπατριώτες τους προς το εμπόριο, και βάζει τα θεμέλια για τη δημιουργία παράλληλα με την τάξη των γεωργών και των βιοτεχνών, της τάξης των αστών, «νωρίτερα ίσως από κάθε άλλη ελληνική χώρα» (Βακαλόπουλος Α., 1980: 429). Όπως φαίνεται παραπάνω, η περιοχή ενδιαφέροντος, δηλαδή η σημερινή ελληνική Δυτική Μακεδονία βρίσκεται εξ ολοκλήρου στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το βιλαέτι του Μοναστηρίου, υπήρξε η γέφυρα με τις χώρες της κεντροδυτικής Ευρώπης και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και η πύλη των Βαλκανίων. Αναφορικά με την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, το βιλαέτι επόπτευε στρατιωτικά τις οθωμανικές κτήσεις στον ευρωπαϊκό χώρο, και όχι μόνο. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής εκμεταλλεύτηκαν οι έμποροι από Κοζάνη, Σιάτιστα, Καστοριά, Τσοτύλι και αλλού με εργασίες διακομιστικού εμπορίου, τραπεζικά γραφεία, οργανώνοντας αντιπροσωπευτικούς οίκους στα δυτικά Βαλκάνια Οι εμπορικές συναλλαγές της Τράπεζας Ανατολής με τη Δυτική Μακεδονία 36 και την κεντρική Ευρώπη. Ακόμα, ηπειρώτες έμποροι από τα Ζαγοροχώρια και τα Γιάννενα περνούσαν στις παραδουνάβιες χώρες από την πύλη εισόδου του Μοναστηρίου. Οι πιο εύποροι και δραστήριοι έμποροι της περιοχής δημιουργούν εμπορικούς οίκους στην Ευρώπη και από εκεί ελέγχουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Οι έμποροι αυτοί έχουν την καταγωγή τους από διάφορα μέρη του βιλαετίου, την Κοζάνη, την Καστοριά, το Τσοτύλι, το Βόιο και αλλού. Ωστόσο, στην περιοχή για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας Θεσσαλονίκης, δεν υπήρχε τραπεζικό ίδρυμα. Κέντρο των συναλλαγών μετά την Κωνσταντινούπολη, αναδείχτηκε η Θεσσαλονίκη. Δεν είναι τυχαίο, ότι μετά την απελευθέρωση στις άδειες των τραπεζών, η Τράπεζα της Θεσσαλονίκης επέλεξε το Μοναστήρι (1893) ως έναν μεσοπρόθεσμο στόχο πιστωτικής επέκτασης, καθώς προέβλεψε ότι έχοντας το «μονοπώλιο» στην περιοχή θα μπορούσε να δανείζει με υψηλότερο επιτόκιο. Όπερ και εγένετο. Μέχρι το 1903, οπότε και ιδρύθηκε το Υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας, αποτελούσε το μοναδικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και ο ανταγωνισμός που αντιμετώπιζε περιοριζόταν στους τοπικούς τοκιστές.    

5 Μοναστήρι 

Το Μοναστήρι, ως κέντρο του βιλαετίου του Μοναστηρίου, βρίσκεται ανάμεσα σε γραφικές λίμνες, ποτάμια και βουνά της Μακεδονίας, και αποτελεί έναν γόνιμο θύλακα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, με μεγάλη γεωπολιτική αξία, στην ευρύτερη περιοχή που οριοθετείται από τη Θεσσαλονίκη στα ανατολικά και την Αλβανία στα δυτικά. Καθώς βρίσκεται περίπου στο μέσο της απόστασης από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης από τη μια πλευρά και του Δυρραχίου της Αδριατικής από την άλλη, η εμπορική του σημασία υπήρξε αδιαμφισβήτητη, ήδη από την αρχαιότητα. Στα μέσα του 19ου αιώνα το Μοναστήρι ήταν μια «όαση πολιτισμού» (Cohen, 2000: 3). Αν και ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα σύγκρισης μεγαλύτερες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη ή η Σμύρνη, γύρω στα 1850 το Μοναστήρι, =(Περιοχη των σκοπιων σημερα,έχοντας ιδρυθεί ως Ηράκλεια Λυγκηστίς στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας. Ως Μαναστίρ ήταν η τελευταία πρωτεύουσα της Οθωμανικής Ρωμυλίας το 1836-1867.)
σχεδόν έφτανε τη Θεσσαλονίκη σε μέγεθος και την ξεπερνούσε στην εισαγωγή των νέων τεχνολογικών μέσων15. Την πρώτη περίοδο των μεταρρυθμίσεων, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πιο εξευρωπαϊσμένες οθωμανικές πόλεις, με κριτήρια που ξεκινούν από την αρχιτεκτονική των δρόμων και των κατοικιών μέχρι την ανάδειξη πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία είχε λάβει ανώτατη ευρωπαϊκή εκπαίδευση. Ακόμη και οι πιο μεγάλες οικονομικές κρίσεις της Αυτοκρατορίας δεν φάνηκε να επηρεάζουν ουσιαστικά την πόλη, της οποίας τους εμπορικούς δρόμους γνώριζαν καλά πώς να υπερασπιστούν οι ντόπιοι έμποροι. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώριζαν την στρατιωτική και εμπορική σημασία του Μοναστηρίου και ήδη από το 1851 άνοιξαν προξενεία στην πόλη. Η Αυστροουγγαρία ήταν η πρώτη διδάξασα και ακολούθησαν η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ελλάδα. 
Το Μοναστήρι υπήρξε η έδρα του Ρούμελη βαλεσί (στρατάρχη) και αργότερα του βαλή (γενικού διοικητή). Επίσης, του ορθόδοξου μητροπολίτη Πελαγονίας και του Βούλγαρου σχισματικού μητροπολίτη. 
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η πολύ ανεπτυγμένη συντεχνιακή οργάνωση του Μοναστηρίου, καθώς στις αρχές του 20ου αι. αριθμούσε 36 σωματεία διαφόρων επαγγελματιών. Πληθυσμιακά, το Μοναστήρι υπήρξε ένας πολυπολιτισμικός καμβάς, όπου εκτός από Έλληνες, διαβιούσαν Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Τσιγγάνοι, Αλβανοί, Βούλγαροι. Κάθε κοινότητα της πόλης είχε διακριτή κουλτούρα, ακόμα και σε ό,τι αφορά τον ιδιαίτερο ενδυματολογικό της κώδικα. Μέσα σε αυτή την ποικιλία, τυπική στον βαλκανικό χώρο, η κοινότητα που φάνηκε να υιοθετεί περισσότερο τα δυτικά πρότυπα, υπήρξε η ελληνική. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι το 1830, οι Έλληνες του Μοναστηρίου αντικατέστησαν την παραδοσιακή εκκλησιαστική εκπαίδευση με τη σύγχρονη δυτική έννοια του σχολείου. 

Στις καινοτόμες για την εποχή δράσεις της ηγεσίας της πόλης συγκαταλέγεται και η ίδρυση στο Μοναστήρι, το 1858, στρατιωτικής σχολής δυτικών προδιαγραφών, για την εκπαίδευση της μελλοντικής στρατιωτικής ηγεσίας Στην σχολή αυτή φοίτησε και ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ)

Η συντεχνιακή οργάνωση στο Μοναστήρι υπήρξε πλουσιότατη. Μόνο για το 1856 αναφέρονται 41 χριστιανικές συντεχνίες, 19 τουρκικές και 8 εβραϊκές. Πολυάριθμοι υπήρξαν οι επαγγελματικοί κλάδοι, με πιο ανεπτυγμένο ανάμεσα στα εσνάφια αυτό των ραφτάδων, οι οποίοι είχαν σημειώσει ζωηρή εμπορική δράση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (Βακαλόπουλος Κ., 1992: 327). Αναλυτικά, οι συντεχνίες που καταγράφονται στο Μοναστήρι το 1909 (Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1910: 317- 318), είναι οι εξής:

Συντεχνία                                                   Πρόεδρος                                                 Μέλη
Αμπατζήδων                                            Γ.             Δαλέγκας                                       31
Αρτοπωλών                                             Χρ. Π.     Ζαγορίτης                                      15
Βαρελοποιών                                          Στέριος    Κώτε                                              14
Βαφέων                                                   Ι.              Σπάσε                                            19
Γαλακτοπωλών                                       Μιχ. Ν.    Μετσκάρ                                       17          Γουναράδων                                                                                                                  32
Δοκμετζήδων                                          Κ.            Μπλιδάνης                                     13          Εμπόρων                                                 Δ.            Μεγαλομάστορας                           87          Ιπποκόμων 11
Καζανδζήδων                                         Κων.        Ναούμ                                             13
Καπήλων                                               Πέτρος    Μιχαήλ                                           106
Κεραμέων                                             Στεφ. Ν.   Ράπτης                                               8
Υφαντών 28
Κηπουρών και Λαχανοπωλών              Γ.              Σαρής                                               51
Κουρέων                                              Πέτρος      Σταύρου                                           28
Κρεοπωλών                                                                                                                      7
Υποδηματοποιών                                Δημ.           Σιέρμπιν                                          62
Σανδαλοποιών                                    Θεοδόσιος   Γεωργίου                                        38
Παντοπωλών                                      Ματθ.          Καρνάρης                                       75
Τεκτόνων (κτιστών)                           Γεώργ.         Γκέκας                                            17
Φεσοπωλών                                       Ναούμ          Άπτσε                                             20
Σιδηρουργών                                     Νικ.              Μπασιμποζούκ
Λεπτουργών                                      Ναούμ          Κυριαζής                                        36
Ραπτών                                              Ναούμ          Γκρίζου                                          92
Ωρολογοποιών                                                                                                              12
Ξενοδόχων                                        Αθ.              Κολενιάρης                                     28
Κηροποιών                                       Σωτ.             Λιρανοπώλης                                  10
Οπωροπωλών                                   Χρίστος       Στεφάνου                                         26
Σαμαράδων                                       Ι.                 Μπουκοβαλής                                  12

Οι εμπορικές συναλλαγές της Τράπεζας Ανατολής με τη Δυτική Μακεδονία             39
Υδραγωγέων                                                                                                                  15
Εφαπλωματοποιών                          Αθαν.           Ναούμ                                                8
Τραπεζιτών                                                                                                                    10
Σχοινάδων                                        Ιωαν.           Σμίλες 
Ιχθυοπωλών Βαμβακοπωλών          Νικόλαος     Γιάννη                                              14

Ήταν η εποχή που υπήρχαν πολλές αισιόδοξες προβλέψεις, ότι η σιδηροδρομική ένωση του Μοναστηρίου με την Θεσσαλονίκη θα συνέβαλε στην ακόμη μεγαλύτερη τόνωση των εμπορικών δραστηριοτήτων, οι οποίες μαζί με την οργανωμένη υλοτομία, την καλλιέργεια δημητριακών και την κτηνοτροφία, επρόκειτο να φέρουν πλούτο και ανάπτυξη στην πόλη. Ας σημειωθεί ότι το σχέδιο για γραμμή Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης, μετά από διαβουλεύσεις και σχέδια 30 χρόνων, είχε υλοποιηθεί το 1892. Τη χρηματοδότηση είχε αναλάβει η “Deutsche Bank”, η οποία μετά το τέλος της κατασκευής ανέθεσε την εκμετάλλευση της γραμμής στην Oriental Railways, ιδιοκτησία επίσης της “Deutsche Bank” (Gounaris, 1993: 51-54). Το 1893 άνοιξε στο Μοναστήρι Υποκατάστημα της Τράπεζας της Θεσσαλονίκης, το οποίο πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε πηγή χρηματοδότησης για τους τοπικούς εμπορικούς κύκλους. Ως την εποχή εκείνη κανένα τραπεζικό κατάστημα δεν λειτουργούσε στη περιοχή και το βιλαέτι του Μοναστηρίου αποτελούσε θελκτική αγορά για τα τραπεζικά συμφέροντα. Η απόφαση για την επέκταση του τραπεζικού δικτύου στο Μοναστήρι ήρθε πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή της Τράπεζας της Θεσσαλονίκης στην ίδια τη Θεσσαλονίκη και ένα χρόνο μετά την επέκταση του σιδηροδρόμου προς τα δυτικά. Ακόμα και σήμερα, μπορεί κανείς να θαυμάσει το εντυπωσιακό κτίριο της Τράπεζας της Θεσσαλονίκης στα Μπίτολα (σλαβική ονομασία για το Μοναστήρι), και συγκεκριμένα στην κεντρική πλατεία της πόλης, δίπλα στο Ρωσικό Προξενείο. 
Η έλλειψη ανταγωνισμού ωστόσο, οδήγησε σε υψηλά επιτόκια, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις, κυρίως ανάμεσα στους Έλληνες και τους Οθωμανούς. 
Καθώς τα συμφέροντα της Τράπεζας της Θεσσαλονίκης ήταν στενά συνδεδεμένα με το εβραϊκό στοιχείο,
το Ελληνικό Προξενείο δήλωνε πως είχε πλέον έρθει η ώρα, και οι συνθήκες ήταν κατάλληλες, για την δραστηριοποίηση στο Μοναστήρι ελληνικών τραπεζών (Gounaris, 1993: 170). Πάντως, αποτέλεσμα όλων αυτών των ζυμώσεων ήταν η ίδρυση του Υποκαταστήματος της Οθωμανικής Τράπεζας το 1903(10)
και του Πρακτορείου της Τράπεζας της Ανατολής. Το κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας, αν και η πληροφορία στηρίζεται αποκλειστικά σε σημερινές μαρτυρίες κατοίκων του Μοναστηρίου και δεν επιβεβαιώνεται από φωτογραφίες της εποχής, μάλλον βρίσκεται στον ίδιο δρόμο ακόμη, και λειτουργεί και σήμερα ως τράπεζα.
================================================
 10)  Το υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας έκλεισε, μάλλον, το 1914 (Clay, 1994: 610). Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Αρχείου της Οθωμανικής Τράπεζας, το κλείσιμό του συνέπεσε με το κλείσιμο του υποκαταστήματος των Σκοπίων
================================================

6 Τράπεζα Ανατολής

Η Τράπεζα της Ανατολής ιδρύθηκε το 1904, με την 122747/6.12.1904 συμβ. πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Γλυκοφρύδη (ΦΕΚ αρ. 277-7-12-1904). Την πράξη υπέγραψαν, ως εκπρόσωποι της Εθνικής Τράπεζας, ο διοικητής της Στέφανος Στρέιτ και ο Σιγισμούνδος Μοζέβιους, διευθυντής και πληρεξούσιος της Nationalbank für Deutschland, και οι δύο τράπεζες μοιράστηκαν εξίσου το μετοχικό κεφάλαιο. Μέχρι τα τέλη του 1905 λειτούργησαν καταστήματα στην Αθήνα, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Μυτιλήνη, το Αμβούργο, την Κωνσταντινούπολη. Η πλειοψηφία του μετοχικού της κεφαλαίου ανήκε σε Τραπεζίτες του Γαλατά και ομογενείς της Αιγύπτου, καθώς και στους τραπεζικούς ομίλους Hambro του Λονδίνου και Comptoir National του Παρισιού. Το Μάιο του 1905, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος κατείχε το 49,5% των μετοχών, η Nationalbank für Deutschland το 4%, η Hambro το 5%, η Comptoir National το 5%, άλλες ξένες τράπεζες το 10%, διάφοροι ελλαδικοί φορείς το 8,4% και ομογενείς του εξωτερικού το 18% (Χεκίμογλου, 2001: 129).



Η Τράπεζα της Ανατολής υπήρξε η πρώτη τράπεζα καταθέσεων (Banque de dépôts) στην Ελλάδα, η οποία διέθετε νέου τύπου πιστώσεις στις επιχειρήσεις (δάνεια με ενέχυρο εμπορεύματα), χρηματοδοτούσε σημαντικές βιομηχανικές εταιρείες αλλά και συνέβαλλε στην εισροή ξένου κεφαλαίου. Το Μοναστήρι και το βιλαέτι του Μοναστηρίου, πληρούσε τις ανάλογες προϋποθέσεις. Παρουσίαζε σημαντική οικονομική κίνηση και συναλλαγές με την Ευρώπη, εμφάνιζε πλούσια επιχειρηματική δράση και παράλληλα διέθετε την κατάλληλη πελατεία. Η Τράπεζα της Ανατολής, η πρώτη τράπεζα που προσανατόλισε τη δραστηριότητα της προς τον ιδιωτικό τομέα, είχε μία δυναμική άνοδο στο τραπεζικό στερέωμα. Τόσο δυναμική ώστε να προκαλέσει αίσθηση και να νοηματοδοτηθεί ανάλογα: «Το 1904 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ανατολής από την Εθνική Τράπεζα και τη γερμανική National Bank für Deutschland, με στόχο τη διείσδυση στην Ανατολή» (Αγριαντώνη, 2003: 68). Το 1905, παράλληλα με τα υποκαταστήματα της Τράπεζας Αθηνών και της Τράπεζας Θεσσαλονίκης, η Τράπεζα της Ανατολής ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Το 1906, όμως η συνεργασία της Εθνικής Τράπεζας και της Nationalbank für Deutschland λύεται. Η γερμανική Τράπεζα κρατά τα υποκαταστήματα στο Αμβούργο και στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η Τράπεζα της Ανατολής τα υπόλοιπα, υπό τον έλεγχο πλέον της Comptoir National d’ Escompte de Paris (Cottrell, 2008:72). Όπως επισημαίνει και ο Χεκίμογλου (2001: 130), η Τράπεζα της Ανατολής εκπροσωπούσε γαλλικά συμφέροντα και όχι το «ελλαδικό κεφάλαιο». Ούτε βέβαια εξέφραζε την διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, όπως συμπεραίνουμε αφενός από το μικρό ποσοστό συμμετοχής των Γερμανών στην ίδρυσή της και αφετέρου από την βραχυπρόθεσμη συνεργασία τους. Η Τράπεζα γρήγορα βρέθηκε στο επίκεντρο των εθνικών ανταγωνισμών στο Μοναστήρι. Τα ενθουσιώδη σχέδια της ελληνικής κοινότητας να εισχωρήσουν σε επαγγέλματα που παραδοσιακά ανήκαν σε οθωμανικά και βουλγαρικά μονοπώλια, αποδείχθηκαν ανεφάρμοστα. Η διάθεση του ελληνικού κράτους να επενδύσει σε εξαιρετικά επισφαλείς επιχειρήσεις, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Το 1906, μάλιστα, η Τράπεζα κατηγορείται ότι «προτιμούσε, παρά τις αντιρρήσεις του προξενείου, να δανειοδοτεί εκ του ασφαλούς στο στενό εμπορικό κέντρο του Μοναστηρίου» (Γούναρης, 2000: 241-242). Το Πρακτορείο, ωστόσο, του Μοναστηρίου, συνέχισε τις εργασίες του και διαμόρφωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο δίκτυο που ευνόησε την περιοχή του βιλαετίου στο σύνολό της. Αντιμετώπισε όμως προβλήματα με την τοπική διοίκηση, όπως αποκαλύπτει η αλληλογραφία του Πρακτορείου με την Γενική Διεύθυνση της Αθήνας. Τον Ιούλιο του 1908, το Πρακτορείο του Μοναστηρίου, αν και έλαβε έγκριση από την Γενική Διεύθυνση να συνάψει δάνειο σημαντικού ποσού, με υποθήκη τσιφλικίου πολλαπλάσιας αξίας, ενημερώνει ότι λόγω της έκκρυθμης κατάστασης πέριξ του Μοναστηρίου, αναγκάζεται να αποσύρει την πρότασή του. Αυτά συμβαίνουν τις παραμονές της εκδήλωσης του Κινήματος των Νεοτούρκων το 1908. Οι λόγοι που οδήγησαν στην επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων σχετίζονται άμεσα με την οικονομική κρίση που έπληττε την αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα. Η οικονομική κρίση από την οποία διερχόταν η χώρα, όπως αποτυπώνεται και στα αρχεία του Πρακτορείου του Μοναστηρίου σε συνάρτηση με τις άσχημες κλιματολογικές συνθήκες του 1907, με τις συναφείς επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα και τη μείωση των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων, προκάλεσε επιδείνωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της Αυτοκρατορίας. Αδυνατώντας το κράτος να πληρώσει τους μισθούς των στρατιωτικών, όξυνε την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια προς το καθεστώς του Σουλτάνου. Όλα αυτά οδήγησαν τελικά στην Επανάσταση των Νεοτούρκων και στην παραχώρηση Συντάγματος, για το οποίο ο Κωνσταντουλάκης ενημερώνει την Γενική Διεύθυνση των Αθηνών:
«…Λαμβάνομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι η πόλις ημών από εχθές της πρωίας διατελεί εν πανδήμω εορτή. Το από πολλού θρυλλούμενον και τεκταινόμενον Σύνταγμα έλαβε πλέον σάρκα και οστά. Ολόκληρος ο στρατός προπορευόμενος της στρατιωτικής μουσικής, μετά σημαιών φερουσών τουρκιστί τας λέξεις: Σύνταγμα, Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Ισότης, μετέβη χθες την πρωιαν εις προϋπάντησιν των την προηγούμενην νύχτα ελθόντων και εξωθι της πόλεως σκηνωσάντων 1500 επαναστατών, φερόντων το νέον πολίτευμα. Εν συνοδεία αυτών επανέκαμψεν ο στρατός συμπεριλαβών εν τη καθόδω και τους θρησκευτικούς αρχηγούς των διαφόρων φυλών. Ήλθεν και εσταμάτησε εις το Πεδίον του Άρεως, όπου ενώπιον όλου του συγκεντρωμένου πληθυσμού, ενώπιον όλου του στρατού και των αξιωματικών, ενώπιον πάντων των πνευματικών αρχηγών ανεγνώσθη υπό ανωτέρου αξιωματικού, ανελθόντος επί τηλεβόλου, η προκύρηξις του Συντάγματος και η κατάργησις της απολυταρχίας. Αμέσως, το απόγευμα της ιδίας μέρας ηνεώχθησαν αι φυλακαί και άπαντες οι εγκάθειρκτοι, αδιακρίτως φυλής και ποινής απελύθησαν. Αι φυλακαί έμειναν κεναί. Κατόπιν τούτων όλων, η πόλις μας χθες και σήμερον εξακολουθεί πανηγυρίζουσα. Τα δε καταστήματα πάντα [εισί] κεκλεισμένα, εν ω ο λαός ανά τας οδούς διακεχυμένος εορτάζει. Ταύτα δε πάντα διεξήχθησαν εν πλήρει τάξει και ησυχία, άνευ του ελαχίστου επεισοδίου και της παραμικράς αιματοχυσίας, χάρις εις την σωφροσύνην και συντηρητικότητα των αξιωματικών, οίτινες και διωργάνωσαν το κίνημα. Μανθάνομεν ότι παρόμοια μεταπολίτευσις εγένετο και εις όλα τα κέντρα των επαρχιών του Εσωτερικού, όπου ωσαύτως, μετά μεγίστης ησυχίας διεξήχθη. Μόνον λέγεται ότι ο Καϊμακάμης Ελασσώνος εφονεύθη εκεί, διότι ηθέλησε να αντιστή εις το κίνημα. Ενταύθα οι ανώτεροι υπάλληλοι εικάζεται ότι ήσαν μεμυημένοι εις το κίνημα. Ο μόνος δε όστις εφαίνετο ως αντίθετα φρονών ήτο ο Οσμάν Πασσάς, όστις είχεν έλθη με ιδιαιτέραν αποστολήν έμπιστον υπό της Α. Α. Μ. Τούτον λοιπόν απήγαγον οι επαναστάται παραλαβόντες εκ της κατοικίας του την νύκτα της προχθές, χωρίς να τον κακοποιήσωσι, και τον έφεραν μακράν της πόλεως προς πρόληψιν παντός κινήματος αντιθέτου. …»  (ΑΤΑ Φ: 445, η ίδια επιστολή βρίσκεται και στο Φ: 56)

Η αναφορά του Κωνσταντουλάκη δίνει το στίγμα της αισιοδοξίας που χαρακτήρισε όλη την εποχή. Η παραχώρηση Συντάγματος δημιούργησε πολλές ελπίδες για εκτόνωση της κρίσης στο εσωτερικό ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, αλλά και πέριξ του Μοναστηρίου, το οποίο εκείνη την εποχή βρισκόταν στο επίκεντρο αντιπαραθέσεων και εθνικών διεκδικήσεων. Όπως φαίνεται από την επιστολή του Κωνσταντουλάκη, η Επάνασταση των Νεοτούρκων έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από όλες τις εθνότητες και τις θρησκευτικές οργανώσεις. Άνοιξαν οι φυλακές και δόθηκε γενική αμνηστεία, ενώ μέσα σε πανηγυρικό κλίμα τα καταστήματα της πόλης παρέμειναν κλειστά. Οι υπεύθυνοι του κινήματος παρουσιάζονται συνετοί, καθώς δεν υπήρξαν επεισόδια, παρά μόνο στην Ελασσώνα, όπου δολοφονήθηκε, ο αντίθετος προς το κίνημα καϊμακάμης και απήχθη ο αξιωματούχος Οσμάν Πασάς, χωρίς να κακοποιηθεί, προκειμένου να μην εκδηλωθεί αντίδραση κατά του κινήματος. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι το πνεύμα κάτω από το οποίο γράφεται η επιστολή είναι θετικό και ο επιστολογράφος φίλα προσκείμενος προς τους επαναστάτες, καθώς μεταφέρει ένα κλίμα αισιοδοξίας, μετά την ανησυχία που προκάλεσε η έκρρυθμη κατάσταση των προηγούμενων μηνών. Ο αρχικός ενθουσιασμός γρήγορα έδωσε την θέση του σε έντονο προβληματισμό και διαμαρτυρίες. Όπως γρήγορα φάνηκε το κίνημα των Νεοτούρκων θέλησε να φορολογήσει υπέρμετρα το Πρακτορείο του Μοναστηρίου, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει το Ελληνικό Προξενείο. Τον Ιούνιο του 1909, οι Κωνσταντουλάκης και Λιόντας, ενημερώνουν τον τότε Πρόξενο Κ. Δημαρά: «…Ότι προ καιρού ανεκοινώθη υμίν δια του εισπράκτορος των φόρων της Οθωμανικής Κυβερνήσεως ότι ωρίσθη ως ετήσιος φόρος επιτηδεύματος του ενταύθα Πρακτορείου της Τραπέζης της Ανατολής το ποσόν Γρ. 3000 εις μετζήτιον 19, τα οποία και μας εζητήθη να πληρώσωμεν. Ότι εις την απαίτησιν αυτήν απαντήσαμεν ημείς, ότι η Τράπεζα της Ανατολής, ως υπήκοος Ελληνίς, δεν υποβάλλεται εις την απαίτησιν φόρου επιτηδεύματος. Ότι η Οθωμανική Κυβέρνησις μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών επανέλαβε την απαίτησίν της ταύτην. Ότι και πάλιν ημείς προβάλαμεν την ταύτην αντίρρησιν, προσθέσαντες ότι πάσα κοινοποίησις της Κυβερνήσεως δέον, κατά τας κρατούσας συμβάσεις, να γίνηται μέσω του Ελληνικού Προξενείου, εξ ού εξήρταται η Τράπεζα της Ανατολής. Ότι και σήμερον πάλιν η Οθωμανική Κυβέρνησις διά του εισπρακτόρου αυτής των φόρων απήτησε παρ’ ημών να πληρώσωμεν τον καθορισθέντα ημίν φόρον επιτηδεύματος Γρ. 3000 εις μετζήτιον 19, [και]πλέον Γρ. 190 δια τετζγιζάτι-ασκεριέ κλ. Ότι ως καλώς εννοείτε, Κύριε Πρόξενε, προς αποφυγήν δυσάρεστων συνεπειών, ηναγκάσθημεν να πληρώσωμεν ως εξάμηνον δόσιν του ως άνωθι ζητουμένου ποσού το ήμισυ… Δια ταύτα… όπως ευαρεστούμενοι ενεργήσητε τα δέοντα ίνα μας επιστραφώσι τα δέοντα… άτινα όλως αδίκως εισέπραξαν παρ’ ημών. Παρακαλούμεν, …,όπως διαβιβάσητε το διπλούν της παρούσης προς την Α.Ε. τον Γενικόν Διοικητήν του Βιλαετίου του Μοναστηρίου δια τας περαιτέρω νομίμους συνεπείας»  . Παράλληλα, μαθαίνουμε από επιστολή με την οποία ενημερώνεται η Διεύθυνση του Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης τα εξής: «… παρά της ενταύθα Νομαρχίας μάς απεστάλη έγγραφον … το οποίον ο ημέτερος κύριος Κωνσταντουλάκης παρέδωκε τω ενταύθα προξένω της Ελλάδος κυρίω Κ. Δημαρά, όπως ούτος διαμαρτυρηθή το μεν επί τη μη τηρήσει υπό της Νομαρχίας των απαιτουμένων νομίμων τύπων, συμφώνως τοις οποίοις το έγγραφον τούτο έδει να μας αποσταλή δια του Προξενείου και ουχί κατ’ ευθείαν, το δε επί τω ότι οι Έλληνες υπήκοοι απαλλάσσονται της φορολογίας ταύτης. Κατά το λέγειν του κυρίου Δημαρά, κατέστησεν ούτος γνωστήν την υπόθεσιν τηλεγραφικώς εις την εν Κων/πόλει Ελληνικήν Πρεσβείαν. Επειδή άδηλον [εστί] αν τα διαβήματα ταύτα φέρωσιν αποτέλεσμα, δια τούτο αναφέρομεν υμίν το γεγονός…» . Όπως φαίνεται από νεότερη επιστολή των Κωνσταντουλάκη και Λιόντα, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, προς το Ελληνικό Προξενείο, οι οθωμανικές αρχές όχι μόνο δεν επέστρεψαν τα χρήματα που παρανόμως εισέπραξαν από την Τράπεζα, αλλά επιπλέον απαίτησαν περισσότερα και μάλιστα με τρόπο προκλητικό, κάτι για το οποίο διαμαρτύρονται εντόνως. Πιο συγκεκριμένα αναφέρουν: «… Ότι παρουσιάσθη ημίν ο εισπράκτωρ των φόρων της Οθωμανικής Κυβερνήσεως, συνοδευόμενος και υπό τινός άλλου, καλουμένου Σιτκή Μπιν Σαήτ, όπως εισπράξωσι φόρον επιτηδεύματος του υφ’ ημάς Πρακτορείου της Τραπέζης της Ανατολής δια το λήξαν έτος 1324.- Ότι ο τελευταίος ούτος Σιτκή Μπιν Σαήτ διά τρόπου βαναύσου και προκλητικού, εζήτησε παρ’ ημών την πληρωμήν του εν λόγω φόρου ανερχομένου εις Γρ. 3000 εις μετζήτιον 19, πλέον Γρ. 190 εις μετζήτιον 19, δια τετζγιζάτι- ασκεριέ κλ…. ηναγκασθήμεν να πληρώσωμεν το εν λόγω ποσό … έναντι σχετικής αποδείξεως ότι τούτο αφορά το έτος 1324. Δια ταύτα … διαμαρτυρόμεθα εντόνως εναντίον της παρανόμου ταύτης εισπράξεως του φόρου επιτηδεύματος παρά της ενταύθα Τραπέζης της Ανατολής ως και του ήκιστα ευγενούς τρόπου του συνοδεύοντος τον εισπράκτορα κυρίου, και παρακαλούμεν υμάς… όπως… ενεργήσατε τα δέοντα ίνα μας επιστραφώσι τα ρηθέντα…». 
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι ο φόρος που απαιτείται από την Τράπεζα είναι αναδρομικός, δηλαδή αναφέρεται στην είσπραξη για το Ε.Ε. 1324(11)
δηλαδή για το 1906, όταν και ξεκίνησε το Πρακτορείο τις εργασίες του. Τον ίδιο μήνα πληροφορούμαστε ότι πρόθεση της Οθωμανικής Κυβέρνησης δεν ήταν μόνο να φορολογήσει την ίδια την Τράπεζα, αλλά και το προσωπικό που εργάζεται στο κατάστημα. Ο Κωνσταντουλάκης ενημερώνει την Γενική Διεύθυνση: «…Λαμβάνωμεν την τιμήν να πληροφορήσωμεν υμίν ότι η Οθωμανική Κυβέρνησις…ζητεί νυν να τη πληρώσωμεν και έτερα Γρ 1100 περίπου δια φόρους επιτηδεύματος αναλογούντας εις το προσωπικόν του Πρακτορείου μας, ετησίως. Παρακαλούμεν… όπως μας εξουσιοδοτήσητε να πληρώσωμεν και το ποσόν τούτο με χρέωσιν των Γενικών μας Εξόδων…» .Οι πληρωμές αυτές, έρχονται να επιδεινώσουν την οικονομική κατάσταση του Πρακτορείου, που όπως πληροφορούμαστε, τον Σεπτέμβριο του 1909, υποφέρει από έλλειψη ρευστότητας. Η Τράπεζα της Ανατολής νομικά χαρακτηρίζεται ως Έλληνας πολίτης (Ελληνίς υπήκοος) και οι εργαζόμενοι σε αυτήν επίσης. Λόγω αυτής τους της ιδιότητας, ανάμεσα σε άλλα, δεν πλήρωναν φόρους επιτηδεύματος στο Οθωμανικό κράτος. Οι εργαζόμενοι στο Πρακτορείο ευλόγως αιφνιδιάζονται όταν, αμέσως μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων τους ζητείται να πληρώσουν φόρους και μάλιστα αναδρομικούς από τότε που άνοιξε το Πρακτορείο, ενώ ως τότε απολάμβαναν ευεργετικών νομοθετημάτων(12) . Εκτός από τον «οικονομικό πόλεμο» όμως, η Τράπεζα της Ανατολής, και όχι μόνο, δέχθηκε και πόλεμο προπαγάνδας. Η «Επιτροπή Μποϊκοτάζ», δεν συμπεριλάμβανε αρχικά (όταν οργανώθηκε στα 1908) τους Έλληνες ανάμεσα στους δυνητικούς της
================================================
11) Έτος Εγίρας ή Εγείρας, συντομογραφικά ε.Ε. ή Ε.Ε. είναι το χρονολογικό έτος σύμφωνα με το ισλαμικό ημερολόγιο και σημαίνει «έτος της φυγής». Για την ακριβή αντιστοίχηση των ετών ανάμεσα στο ισλαμικό (ι) και το γρηγοριανό (γ) ημερολόγιο, χρησιμοποιείται ο τύπος:
γ= (0.97023xι)+ 621,57 δηλαδή γ= (0,97023 x1324)+ 621,57= 1906

12)   Πρόκειται για τις «διομολογήσεις» που η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραφε με χαρακτηριστική ευκολία από το 1536. Οι πρώτοι που συνήψαν τέτοιου είδους συμφωνίες- capitulations ήταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ της Γαλλίας με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν Α’ τον Μεγαλοπρεπή. Με αυτές, οι Γάλλοι πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι Οθωμανοί της Γαλλίας απέκτησαν ελευθερία στις εμπορικές συναλλαγές, απαλλάχτηκαν από τη φορολογία, και η δράση τους πέρασε στη δικαιοδοσία των προξένων των χωρών τους. Μέχρι την συνθήκη της Λωζάννης, οπότε και καταργήθηκαν οριστικά, σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες αλλά και χώρες εκτός Ευρώπης, υπάγονταν σε αυτό το ευεργετικό καθεστώς, ανάμεσα τους και η Ελλάδα. Σύμφωνα με αναφορά του προξενικού υπαλλήλου των ΗΠΑ στην Αίγυπτο Van Dyck, για τις οθωμανικές διομολογήσεις (1881: 23), στις 27 Μαΐου 1855 (ή 1854), με την εμπορική και ναυσιπλοϊκή συνθήκη, η Ελλάδα αναγνωρίζεται ότι απολαμβάνει τα ίδια προνόμια με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
========================================================================
στόχους, την άνοιξη του 1910 όμως, μετά το αίτημα της Κρήτης για ένωση με την Ελλάδα, οι διαμαρτυρίες ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο και εξαπολύθηκε κύμα μποϊκοτάζ εναντίον ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων (Çetinkaya, 2010: 109 - 110). Συγκεκριμένα για την Τράπεζα της Ανατολής, οι Χεκίμογλου & Καριζώνη (1994: 111) αναφέρουν ότι μία επιγραφή “Yunanlıdır” (δηλαδή «είναι ελληνική») τοποθετείται έξω από τις αποθήκες της Τράπεζας της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη. το Στις 21 Μαρτίου 1911, η Τράπεζα της Ανατολής και συγκεκριμένα το Υποκατάστημα της Σμύρνης, κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε ελληνικά πλοία για μεταφορές πετρελαίου στην Μικρά Ασία χωρίς απόδειξη, και οι Οθωμανοί πατριώτες κλήθηκαν να μην αγοράσουν πετρέλαιο το οποίο δεν φέρει σφραγίδα της επιτροπής μποϊκοτάζ. Στις 19 Μαΐου 1911 κρέμασαν μια ταμπέλα πάνω στην πόρτα της Τράπεζας η οποία δήλωνε ότι «η Τράπεζα είναι Ελληνική», αλλά αργότερα, μετά από παράπονα στις τοπικές αρχές η ταμπέλα ξηλώθηκε από την Αστυνομία (οπ. αναφ. GardikaKatsiadakē, 1995: 40 στο Ahladi, 2008: 196). Στη συνέχεια τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία και από το Μεσημέρι της Τετάρτης 6 Νοεμβρίου 1912 το Μοναστήρι πέρασε στα χέρια των Σέρβων. Χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομέρειες, το σίγουρο είναι πως το Πρακτορείο συνέχισε να λειτουργεί, τουλάχιστον μέχρι το 1914, όπως μαρτυρά επιστολή του Γενικού Διευθυντή της Τράπεζας της Ανατολής προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, μέσω της οποίας καταγγέλλονται οι αυθαιρεσίες των Σέρβων στρατιωτικών (Χασιώτης, 2004: 325).

5. Ελληνική κοινοτική εκπαίδευση 

Οι οργανωτικές δομές στο τέλος του 19ου αι. στη Μακεδονία, η οποία βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία, διαμορφώθηκαν με βάση τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Ο πληθυσμός της οθωμανικής επικράτειας οργανώθηκε σε μιλλέτ, θρησκευτικές δηλαδή κοινότητες. Οι κοινότητες αυτές υπό το πνεύμα των μεταρρυθμίσεων, θα οδηγούσαν σε αναδιοργάνωση της τοπικής εξουσίας, εκσυγχρονισμό και αποτελεσματικότερη λειτουργία του οθωμανικού κράτους. Ηγέτης του χριστιανικού μιλλέτ είναι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, στον οποίο δίνεται και η εντολή να συντάξει Γενικούς Κανονισμούς (1862). Ο Πατριάρχης παρέχει εγγυήσεις για την ισότητα των ορθοδόξων και την υποταγή τους στην οθωμανική εξουσία. Σύμφωνα με την Αναγνωστοπούλου (1998), η δομή του μιλλέτ δεν αποτελεί προνόμιο αλλά οργανικό μηχανισμό της οθωμανικής τοπικής
αυτοδιοίκησης, ωστόσο παρά το γεγονός ότι ανήκει στους οθωμανικούς διοικητικούς θεσμούς, είναι σχηματισμός που ελέγχεται από τη θρησκευτική ιεραρχία. Από τα μέσα του 18ου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημεία μιας νεωτερικής παιδείας, σύμφυτης ουσιαστικά με την πνευματική κίνηση που ονομάστηκε αναδρομικά «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» και τη σταδιακή διαμόρφωση μιας ελληνόφωνης αστικής τάξης, κυρίως εκτός αλλά σε ύστερες φάσεις και εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νεωτερική παιδεία χρηματοδοτείται και υποστηρίζεται από την αστική τάξη, παρουσιάζεται διαφοροποιημένη από την παράδοση της οθωμανικής επικράτειας, είναι πιο εκκοσμικευμένη και προσανατολισμένη στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, και μεταφέρει νέους τρόπους θεώρησης και αντίληψης των πραγμάτων, πρωτίστως των μορφών αυτοπροσδιορισμού. Σ’ αυτή τη φάση ο εθνικισμός αναπτύσσεται, μορφοποιείται και συνδιαμορφώνεται μαζί με την παιδεία. Μέχρι την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908), το Πατριαρχείο έχει ήδη μετασχηματιστεί σε «ιδεολογικό βραχίονα του ελληνικού κράτους»(13). Το καθεστώς των Νεοτούρκων λίγο αργότερα με την κατάργηση των μιλλέτ θα νομιμοποιήσει πλέον την ύπαρξη εθνών στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους. Το Ελληνικό κράτος, όπως και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, στο πλαίσιο της εξωτερικής του πολιτικής, επεδίωξε να θέσει υπό τον έλεγχό του τους δύο βασικούς μηχανισμούς που θα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα και τη συνέχεια του ελληνισμού στην οθωμανική επικράτεια, την Εκκλησία και την εκπαίδευση. Μετά το συνέδριο του Βερολίνου και συγκεκριμένα μετά τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Τρικούπη, μέσα από το διευρυμένο δίκτυο Προξένων και Υποπροξένων, στις υπό διεκδίκηση περιοχές, γίνεται φανερή η επιδίωξη για ανάδειξη του ελληνικού κράτους ως «εθνικού κέντρου εντολών»(14). Η διείσδυση αυτή μεθοδεύτηκε πρωταρχικά με την οργάνωση δικτύου χρηματοδότησης των εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών μηχανισμών εντός του οθωμανικού κράτους, γεγονός που σήμαινε παρέμβαση ενός ξένου κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις του Οθωμανικού κράτους. Ωστόσο, η ελληνική οικονομική ενίσχυση προς αυτούς τους φορείς, νομιμοποιούσε σιωπηρά και παρεμβάσεις στο έργο τους σε μία προσπάθεια ομογενοποίησης της ελληνικής εκπαίδευσης εντός και εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους. Η πρόθεση του ελληνικού κράτους να διαχειριστεί την εθνική υπόθεση στην Μακεδονία φαίνεται από την απόφαση απομάκρυνσης το 1887 του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων από την διεύθυνση του εκπαιδευτικού τομέα των οθωμανικών επαρχιών και η ανάθεση της στην Επιτροπή προς Ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας, δηλαδή σε ένα κυβερνητικό εκτελεστικό όργανο(15)
================================================
13) Κιτρομηλίδης Π. (1997), Νοερές κοινότητες και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια, στο Βερέμης Θ. (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
14) Βουρή Σ. (1999), Πηγές για την Ιστορία της Μακεδονίας (1889- 1905), Εκκλησία και Κράτος, Gutenberg, Αθήνα σ. 33
15)  Ό. π. Βουρή (1999), σ. 34
========================================================================

6. Δραστηριότητες της Τράπεζας της Ανατολής στη Δυτική Μακεδονία 

«Εκείνο το όποιον ευθύς εξ αρχής διέθεσεν ευμενώς το ομογενές δημόσιον της ημετέρας πόλεως πρός την νεωστί εγκατασταθεiσαν ενταύθα Τράπεζαν τής Ανατολής και τρανώς αποδεικνύει ότι αύτη δεν σκέπτεται να εργασθή μόνον υπέρ εαυτής αλλά καί υπέρ των συμφερόντων του τόπου είναι η μέριμνα, ην επέδειξε εν τω διορισμό του προσωπικού, προσλαβούσα αυτό εξ εγχωρίων στοιχείων. Ούτω πλην του διευθυντού κ. II. Κωνσταντουλάκου, ορμωμένου εκ Χίου, ούτινος ο πατήρ ευδοκίμως διευθύνει το εν Μυτιλήνη υποκατάστημα της Οθωμανικής Τραπέζης, επιτετραμμένος μεν διωρίσθη ο εκ Θεσσαλονίκης κ. Νικ. Λιόντας, γραμματεύς επί της αλληλογραφίας προσελήφθη ο τέως παρά το ενταύθα υποκαταστήματι της Τραπέζης Θεσσαλονίκης επί σειράν ετών ευδοκίμως υπηρετήσας συμπαθής και φιλότιμος νέος κ. N. X. Γεωργιάδης, ταμίας ό προσηνής και τοις πάσι προσφιλής νέος κ. Πέτρος X. Γραικός, διδάκτωρ περί τα νομικά, και λογιστής ο φιλόπονος νέος κ. Δ. Ιωαννίδης, τέως τοιούτος παρά τω ενταύθα Πρακτορείω της Τραπέζης Μυτιλήνης, πάντες έλκοντες την καταγωγήν εκ Μοναστηρίου.... Το οικείον οίκημα εξευρέθη ήδη. Είνε ευπρεπές κτίριον ευρισκόμενον εν τη οδώ Χαμιδιέ, τη κεντρικωτέρα της πόλεως». (Από την  Εφημερίδα «Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης, Σάββατο 21.3.1906 στο Χεκίμογλου- Καριζώνη, 1993- 94: 118)

Με τον τρόπο αυτό, υποδέχθηκε η εφημερίδα «Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης, την ίδρυση του πρακτορείου της Τράπεζας της Ανατολής στο Μοναστήρι. Με θερμά λόγια χειροκροτεί ως πράξη πατριωτισμού την ίδρυση του πρακτορείου, που έχει αφενός ως σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων του τόπου και αφετέρου το αποδεικνύει έμπρακτα με την πρόσληψη προσωπικού από τους κόλπους της τοπικής κοινωνίας. Το Πρακτορείο Μοναστηρίου της Τράπεζας της Ανατολής άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 1906. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Βακαλόπουλος Κ. (1992: 326), «το Μοναστήρι υπήρξε το δεύτερο σε εμπορική σημασία οικονομικό κέντρο της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη», και εύλογα θεωρούμε ότι προτιμήθηκε η πόλη αυτή για δημιουργία παραρτήματος έναντι των άλλων πόλεων της ευρύτερης περιοχής. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα στο βιλαέτι του Μοναστηρίου υπήρχε ήδη διαμορφωμένη τραπεζική αγορά, ενώ η περιοχή εμφάνιζε αξιόλογη ανάπτυξη τόσο στον πρωτογενή, όσο και στον δευτερογενή τομέα παραγωγής. Η πόλη του Μοναστηρίου ήταν σημαντικό εμπορικό, διοικητικό και συγκοινωνιακό κέντρο, και επιπλέον διέθετε μία πολυάριθμη ελληνική κοινότητα. Το πρακτορείο του Μοναστηρίου υπάγονταν διοικητικά στο υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης. Οι χρηματοδοτικές του προτάσεις, διαμέσου της Θεσσαλονίκης, μαζί με την γνωμοδότηση του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης διαβιβάζονταν στην Αθήνα και στην Γενική Διεύθυνση για επικύρωση. Σύμφωνα με το μητρώο προσωπικού της Τράπεζας της Ανατολής, εργάζονταν στο Πρακτορείο του Μοναστηρίου, δέκα άτομα. 
Διευθυντής ήταν ο Π. Κωνσταντουλάκης, από την Κωνσταντινούπολη, γεννημένος το 1881. Υπήρξε απόφοιτος της Σχολής Saint Benoît και προσελήφθη πρώτη φορά το Μάρτιο του 1906. Υποδιευθυντής ήταν ο Ν. Θ. Λιόντας, από την Θεσσαλονίκη, γεννημένος το 1880. Υπήρξε απόφοιτος της β’ τάξης του Γυμνασίου και Εμπορικής Σχολής και προσελήφθη πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1905. Ο Ν.Χ. Γεωργιάδης, από τα Άνω Σουδενά του Ζαγορίου της Ηπείρου, γεννημένος το 1879, υπήρξε απόφοιτος του Ελληνικού Γυμνασίου του Μοναστηρίου και της Εμπορικής Σχολής Σ. Νούκα της Θεσσαλονίκης. Προσελήφθη πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1906. Ταμίας ήταν ο Π. Χ. Γραικός, από το Τύρνοβο (κοντά στο Μοναστήρι της Μακεδονίας), γεννημένος το 1875. Ήταν απόφοιτος του Ελληνικού Γυμνασίου του Μοναστηρίου και με σπουδές Δικαίου του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Προσελήφθη πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1906. Ο Δημ. Ιωαννίδης, από το Μοναστήρι, γεννημένος το 1880 υπήρξε απόφοιτος του Ελληνικού Γυνασίου του Μοναστηρίου και της Σχολής «Λογαριστών» του Μοναστηρίου. Προσελήφθη πρώτη φορά στην Τράπεζα τον Φεβρουάριο του 1906 στην Θεσσαλονίκη. Ο Σ. Π. Πηχέων, από την Αχρίδα της Μακεδονίας, γεννημένος το 1884. Υπήρξε απόφοιτος του Ελληνικού Γυμνασίου του Μοναστηρίου και φοίτησε 1½ έτος στο τουρκικό σχολείο «Ιδαδιέ» του Μοναστηρίου. Προσελήφθη πρώτη φορά τον Οκτώβρη του 1906 ως μαθητευόμενος. Εισπράκτορας ήταν ο Παναγ. Τύρνας, από την Σιάτιστα της Μακεδονίας, γεννημένος το 1855. Φοίτησε στην Δημοτική σχολή και προσελήφθη τον Απρίλιο του 1906. Υπηρέτης ήταν ο Ματθαίος Καπηλιάδης από το Μοναστήρι, απόφοιτος της Δημοτικής Σχολής, ο οποίος προσελήφθη τον Απρίλιο του 1906. Και επιπλέον εργάζονταν στην Τράπεζα ως κλητήρες δύο Αλβανοί μουσουλμάνοι, οι Κιαζήμ και Τοσούν, οι οποίοι προσελήφθησαν κατά την έναρξη των εργασιών του Πρακτορείου. Η ίδρυση του πρακτορείου του Μοναστηρίου έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, όπως πληροφορούμαστε από επιστολή του Κοζανίτη, Μιχαήλ Παπακωνσταντίνου, τον Απρίλιο του 190631. Πρόθεσή του είναι να ενημερώσει το Πρακτορείο για τις οικονομικές συναλλαγές στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα για τις συναλλαγές του επίσημου οθωμανικού κράτους. Στην επιστολή του αναφέρει: «…Αυτάς όμως σας ήτο συμφέρον να συνεννοηθείτε μετά της εν …(;)… Banque Ottomane και άρητε εκ του μέσου τας ανωτέρους μέχρις εκμηδενίσεως της εργασίας διατυπώσεις, ας απαιτεί δια τα Μετζίτια άτινα αποστέλλονται αυτή εκ της επαρχίας. Τότε ηδυνάμεθα να κάμωμεν πολύ μεγάλην εργασίαν εις το Σαντζάκιον Σερβίων/ Καζάδες Κοζάνης, Καϊλάρ, Νεαπόλεως, Σερβίων, Ελασσώνος. Οι φόροι όλων των καζάδων αυτών αποστέλλονται ταχυδρομικώς εις νόμισμα οιονδήποτε εισπραχθώσι εις το εν Μοναστηρίω κατάστημα της Οθωμανικής Τραπέζης, όπου πληρώνονται οι τροφοδόται του αυτοκρατορικού στρατού, δια δε τας πληρωμάς των μισθών των υπαλλήλων και λοιπά έξοδα στέλλεται το χρήμα πάλιν από του Σαντζακίου εις τους καζάδες ταχυδρομικώς. Μία μεσολάβησις ηδύνατο να συγκεντρώση ενταύθα την εργασίαν όλην των καζάδων, όπου έχωμεν καλούς ανταποκριτάς και να γίνει πολύ καλή και επωφελεστάτη εργασία απαλλάττουσα ακόμη την Σεβαστήν Κυβέρνησιν (εκ) των κολοσσιαίων δαπανών δια ταχυδρομικά τέλη. Αναμένω απάντησίν σας, οπότε θέλω έλθη εις λεπτομερεστέρας πληροφορίας εάν το ζητήσητε…» 32 . Φαίνεται δηλαδή, ότι στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, η Οθωμανική Τράπεζα η οποία έχει το μονοπώλιο στις κρατικές τραπεζικές συναλλαγές, δεν διαθέτει ανταποκριτές ή αντιπροσώπους και χρησιμοποιεί το ταχυδρομείο. Η Τράπεζα της Ανατολής, δραττόμενη της ευκαιρίας, διεκδικεί και αυτή μέσω της χρησιμοποίησης του δικού της δικτύου μερίδιο εκμετάλλευσης των δημοσίων δαπανών για την πληρωμή του Στρατού και των δημοσίων υπαλλήλων. Ο Παπακωνσταντίνου παροτρύνει τους ιθύνοντες της Τράπεζας να δραστηριοποιηθούν, προκειμένου αμφότεροι να κάνουν μεγάλες εργασίες στην περιοχή. Ουσιαστικά προτείνει να δώσει η Τράπεζα το στίγμα της και να διεκδικήσει ως επίσημος φορέας συνεργασία με την οθωμανική κυβέρνηση. 

Το δίκτυο της Τράπεζας της Ανατολής στη Δυτική Μακεδονία 

Αναφέρθηκε παραπάνω ότι το νέο πρακτορείο του Μοναστηρίου, προέκυψε από την ανάγκη για επέκταση του δικτύου της Τράπεζας στη Δυτική Μακεδονία. Όπως φάνηκε από την μελέτη του αρχείου δεν υπήρχε μέχρι εκείνη την στιγμή άλλη Τράπεζα στο Μοναστήρι, παρά μόνο η Τράπεζα Θεσσαλονίκης των Αφών Αλλατίνη, η οποία είχε αποκτήσει φήμη ότι τα επιτόκιά της είχαν γίνει «τοκογλυφικά» και η Οθωμανική. Μέχρι τότε οι κάτοικοι του Μοναστηρίου εξυπηρετούνταν από τοπικούς αργυραμοιβούς και μικρούς τραπεζικούς οίκους, οι οποίοι επωφελούνταν από τις απότομες χρηματιστηριακές διακυμάνσεις και την οικονομική αστάθεια (Βακαλόπουλος Κ., 1992: 327). Η Τράπεζα της Ανατολής, συνέχισε να χρησιμοποιεί το δίκτυο των μικροτραπεζιτών αυτών, όπως φάνηκε από το όγκο των συναλλαγών της Τράπεζας με τραπεζικούς οίκους της Δυτικής Μακεδονίας, στους οποίους δάνειζε βραχυπρόθεσμα έναντι συναλλαγματικών πελατείας τους. Φυσικά, στις συναλλαγές της Τράπεζας εντοπίζουμε και μεμονωμένους πελάτες. Ιδιαίτερα, στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας εμφανίζονται τα εξής ονόματα:

 1. G. Voinitzalieffet Fils Γρεβενά
2. Α. Παπαλεξίου Γρεβενά Ιατρός
3. Αθ. Ηλία & Ν. Φ. Κουσίδης Γρεβενά Έμποροι
4. Αθ. Κατσάνος Γρεβενά Εισαγωγές- εξαγωγές υφασμάτων
5. Αθαν. Ηλία Γρεβενά Έμπορος
6. Ανδρέας Μπούσιος Γρεβενά Εμπορικός οίκος
7. Βασ. Αναγνώστου Γρεβενά
8. Γ. Μπούσιoς Γρεβενά Αλευρόμυλος
9. Γ. Ν. Κωνσταντινίδης Γρεβενά
10. Γεώργιος Τσιολάκης Γρεβενά Έμπορος υφασμάτων
11. Ζήσης Παπαθανασίου Γρεβενά Αλευρόμυλοι – Ιατρός
12. Θωμάς Κατσάνος Γρεβενά Εισαγωγές- εξαγωγές υφασμάτων
13. Ι. Παπαθανασίου Γρεβενά
14. Κ. & Τρ. Ν. Κωνσταντινίδης & Υιοί Γρεβενά
15. Κολούσιος Καζάνας Γρεβενά Αλευροπώλης
16. Ν. Κωνσταντίνου & Υιοί Γρεβενά
17. Ν.Φ. Κουσίδης35 Γρεβενά Δικηγόρος και έμπορος
18. Κ. & Τρ. Κωνσταντινίδης Γρεβενά, Τσοτύλι
19. Ν. Ι. Ζωγράφος Καστοριά Σχολάρχης- Γυμνασιάρχης
20. Χρ. Α. Σιάνος Καστοριά Ιατρός
21. Elichah D. Eliaou Καστοριά Τραπεζίτης
22. Haim E. Eliaou Καστοριά Τραπεζίτης –Άλευρα – Αποικιακά
23. Menahem de Mayo et Fils Καστοριά
24. Α. Τζώτζας Καστοριά Φαρμακοποιός
25. Αδελφοί Ιωάν. Στάθη Καστοριά Ξυλέμποροι
26. Αδελφοί Κυρατζή Καστοριά
27. Αθ. & Σωτ. Γ. Λεκόπουλος Καστοριά
28. Αθ. Α. Λιάντσης Καστοριά Αλευροπώλης
29. Ανγγέλου Χρίστο Καστοριά
30. Αντ. Α. Λιάντσης Καστοριά Εμπορικά είδη (εισαγωγές- εξαγωγές)
31. Αργ. Σαμαράς Καστοριά Γουνέμπορος
32. Αφοί Γ. Φούντου Καστοριά
33. Αφοί Δ. Κόφφα Καστοριά
34. Αφοί Εμμανουήλ Καστοριά Τραπεζίτες
35. Β. Μαυρουδής - Δ. Εμμ. Ρούμπας - Ι. Παπακωνσταντίνου Καστοριά Αργυραμοιβοί
36. Β. Ε. Μαυρουδής Καστοριά Αργυραμοιβός
37. Γ. Φίλιος & Δ. Τόσκος Καστοριά Έμποροι- Μεσάζοντες
38. Γ. Φίλιος & Σία37 Καστοριά Τραπεζικό γραφείο
39. Δαμιανός Ι. Γακέλας Καστοριά
40. Δαμιανός Ι. Τσαδήλας Καστοριά
41. Δημ. Σ. Γκέρος Καστοριά
42. Δούκας Γ. Σαχίνης Καστοριά Ιατρός
43. Βασ. Ε. Μαυρουδής Καστοριά Τραπεζίτης
44. Ελένη Ν. Γερασιμίδου Καστοριά
45. Ελένη Ν. Παπαγεωργίου Καστοριά
46. Ευθ. Ι. Αντωνιάδης Καστοριά
47. Θεμιστοκλής Α. Τζώτζας Καστοριά Χημ. Φαρμακοποιός
48. Θεοδότα Θεμ. Τζώτζα Καστοριά Φαρμακείο
49. Θεοδότα Ν. Γερασιμίδου Καστοριά
50. Θεόδωρος Γουλιωτίδης Καστοριά Φαρμακείο
51. Θωμάς Κ. Κοντόπουλος Καστοριά
52. Ι. Παπακωνσταντίνου Καστοριά Αλευροπώλης, Τραπεζικό γραφείο
53. Ι. Σαμαράς & Π. Σιάνος Καστοριά Εργοστ. Αλεύρων και Ξυλείας
54. Ι. Σαμαράς & Σία Καστοριά Έμποροι- Μεσάζοντες
55. Ι. Χατζητζιάλλας Καστοριά
56. Ι. Σαμαράς Καστοριά
57. Ι. Χρ. Πιέττας Καστοριά
58. Κ. Ζάχου Καστοριά Έμπορος οινοπνευμάτων, Τραπεζίτης
59. Κ. Παπαχρήστου & Υιοί Καστοριά
60. Κ.Θ. Πουλιόπουλος Καστοριά Γουνέμπορος
61. Κοσμάς Δαμ. Φίλιος Καστοριά Επιθεωρητής&ΓενικόςΠράκτωργιατηΜακε δονία&Ήπειροτης “The Equitable Life Assurance Society of the United States”
]62. Κοσμάς Καλού Καστοριά
63. Κων. Δ. Γκέρος Καστοριά
64. Λ. Δ. Μαυροβίτης Καστοριά Αντιπρόσωπος ασφαλιστικών εταιριών
65. Λεων. Μαυροβίτης & Αφοί Καστοριά Τραπεζίτες
66. Μ. Παπατέρπος& Αφοί Καστοριά Σιδηρουργοί
67. Μ. Τσίρλης Καστοριά Ιατρός
68. Μέλιος Μ. Παπατέρπος Καστοριά
69. Ν. Παπαγεωργίου & Σία Καστοριά Τραπεζικό γραφείο
70. Ν.Γ. Παππαμόσχου Καστοριά Εμπόριο Θεσσαλονίκη - Σμύρνη - Καστοριά
71. Ν.Δ. Βαζδέκης Καστοριά
72. Ν. Μ. Νούσια Υιοί Καστοριά
73. Ν. Παπαγεωργίου Καστοριά Έμπορος γουναρικών
74. Ναούμ Τσάκαλης Καστοριά Τραπεζίτης
75. Ναούμ Τσαδήλας Καστοριά
76. Νικ. Α. Γεωργιάδης Καστοριά
77. Παντελής Καρακάσης Καστοριά
78. Σπύρος Παπαϊωάννου Καστοριά
79. Στέφ. Β. Μορουπίδης Καστοριά
80. Χριστόδ. Σ. Δούκης Καστοριά
81. Χρυσός Χ. Καραγκούνης Καστοριά
82. Χρ. Α. Σιάνος Καστοριά Ιατρός
83. Ν. Γιοβανόπουλος Καστοριά Γουνέμπορος
84. Αφοί Γκορτσούλη Κοζάνη Άλευρα
85. Αφοί Γκουρτσούλη & Χατζηανδρέας Κοζάνη Αλευρόμυλοι
86. Αφοί Ηλ. Τόλιου Κοζάνη Έμποροι δημητριακών
87. Βαλταδώρος & Κανδύλης Κοζάνη Έμποροι υφασμάτων
88. Δ. Ν. Μπλιούρας& Σία Κοζάνη Ατμόμυλος, Τραπεζίτες, τροφοδότες τουρκικού στρατού
89. Ε. Παπαχαραλάμπους Κοζάνη
90. Κ. Ηλ. Βαμβακάς Κοζάνη Υφάσματα /Καπνέμπορος
91. Κ. Ρακάς Κοζάνη Αποικιακά
92. Π. Κ. Βαμβακάς & Υιοί Κοζάνη Έμποροι υφασμάτων, τροφοδότες τουρκικού στρατού
93. Τσιμινάκης &Δαρδούφας  Κοζάνη Δημητριακά
94. Χαρ. Μουδόπουλος Κοζάνη
95. Χατζηανδρέας – Γκορτσούλης & Σία Κοζάνη Ατμόμυλος
96. Μ. Παπακωνσταντίνου Κοζάνη, Καστοριά Αποθήκη Νημάτων, Τραπεζικό Γραφείο
97. Γ.Ι. Παπιγκιώτης Λειψίστη
98. Ζ. Ν. Ζαμκίνου Λειψίστη
99. Χ. Ζαμκίνου Λειψίστη
100. Χαμζά Χουρσίτ Λειψίστη Κτηματίας, Τραπεζίτης
101. Χρήστος Ν. Ζαμκίνος Λειψίστη
102. Rafael Camhi Cie Μοναστήρι Τραπεζίτες, Προμηθευτές δημοσίου
103. Raul Vinay Μοναστήρι Agent de la Compagnie Générale Transatlantique
104. 105. Αφοί Σιουπίλλα Μοναστήρι Έμποροι νεωτερισμών Τραπεζίτες
106. Α. Χατζηλάζαρος . Μοναστήρι
107. Αφοί Ζώζη . Μοναστήρι Σιδερικά
108. Αθ. Χρ[…] 1 Μοναστήρι
09. Αθ. Ναούμ Μοναστήρι Εφαπλωματοποιός
110. Αφοί Γ. Ταχιάου 1 Μοναστήρι Ασφαλιστικό γραφείο
111. Αφοί Ι. 0 Ναλμπάντη Μοναστήρι
112. Αφοί Ματσάλη 1  Μοναστήρι Εμπορικό κατάστημα (τάπητες)
113. Αφοί Νάστου Μοναστήρι Έμποροι- Εισαγωγείς αποικιακών
114. Αφοί Φωτιάδη Μοναστήρι  Ο Αθ. Ναούμ υπήρξε πρόεδρος της συντεχνίας των     
        εφαπλωματοποιών
115. Γ. Δ. Ειμ[…] Μοναστήρι
116. Γ. Σκόδρας & Ν. Βλάχου Μοναστήρι
117. Δ.Γ. Μεγαλομάστορας Μοναστήρι Έτοιμα ενδύματα και υποδήματα
118. Δ. Μέλλης & Σία Μοναστήρι
119. Ζ, Τσουλάνης Μοναστήρι
120. Ηλ. Στοϊάννου Μοναστήρι Παντοπώλης
121. Ι. Προεστάκης& Αφοί Φωτιάδη Μοναστήρι Διεθνές πρακτορείο ταξιδίων
122. Κ. Ζάρος Μοναστήρι Έμπορος υφασμάτων
123. Κ. Μπλιδάς Μοναστήρι
124. Καραϊάς & Ναΐδου Μοναστήρι Πρακτορείο μεταναστεύσεων και ασφαλειών
125. Ν. Τσιγκαράς Μοναστήρι Δικηγόρος
126. Ν. Φήλιου Μοναστήρι
127. Π. Μάντσης Μοναστήρι Εργοστάσιο μάλλινων γαϊτανιών
128. Π. Πισουρίκας Μοναστήρι Έμπορος, Πράκτωρ της Northern Assurance Company Ltd
129. Π. Χρηστίδης Μοναστήρι
130. Π.Κων. Τσιόμου Μοναστήρι
131. Στ. Ρόλλεφ Μοναστήρι/ Φλώρινα Πράκτωρ της The Cunard Steamship Company Ltd
132. Αφοί Αλεξίου Σιάτιστα Έμποροι Υφάσματων
133. Αφοί Γκερεχτέ48 Σιάτιστα
134. Αφοί Κακάλη Σιάτιστα Παντοπώλαι 135. Αφοί Π. Μουχτάρη Σιάτιστα Έμποροι Υφάσματων 136. Αφοί Σπύρου Σιάτιστα Εμπορικά είδη
137. Κ. Νεραντζόπουλος Σιάτιστα Παντοπώλαι
138. Ν. Βόκας Σιάτιστα Γουναρικά είδη
139. Παναγιώτης Σιάπαντας & Υιοί Σιάτιστα
140. Αφοί Χατζημήτζεφ Σόροβιτς Τραπεζίτες
141. Αφοί Π. Παπαγιάννη 1 Σόροβιτς
142. Αφοί Ρακά 1 Σόροβιτς
143. Ι. Βαδραχάνης Σόροβιτς
144. Ι. Παντελής Σόροβιτς
145. Ιωάννη Βαδραχάνη & Σία Σόροβιτς Μεταφορά εμπορευμάτων
146. Φ. Χρήστου & Υιός Σόροβιτς Έμποροι
147. Αφοί Α. Βαδραχάνη Σόροβιτς Τραπεζίτες
148. Γ.Μ. Λιάνης Σόροβιτς Έμπορος
149. Δ. Βασιλείου Σόροβιτς Αποικιακά
150. Κατσάνης Σόροβιτς
151. Κατσικάς & Νικολαΐδης Σόροβιτς Αποικιακά
152. Νάκος Μιχαήλ & Υιοί Σόροβιτς Έμποροι, Αποικιακά
153. Παρασκευαΐδης & Λιάντσης Σόροβιτς Έμποροι
154. Χατζής – Παρασκευαΐδης & Σία Σόροβιτς Έμποροι
155. Χατζής & Κόκκος Σόροβιτς Διαμετακομιστική εταιρία
156. Χρήστος & Αφοί Χατζή Σόροβιτς Έμποροι, ξενοδόχοι, Διαμετακομιστική εταιρία
157. K. Φλιώνης Τσοτύλι
158. Δ. Νούκας Τσοτύλι
159. Δ. Νούκας & Αφοί Κυρατζή Τσοτύλι
160. Δ. Π. & Σ. Δαραβίγκας Τσοτύλι
161. Ιορδάνης, Ριφάτ, Φλιώνης & Σία Τσοτύλι Ατμόμυλοι, άλευρα, σιτηρά, μεσάζοντες
162. Κ. Ζησόπουλος Τσοτύλι
163. Κωνσταντινίδης Τσοτύλι Πρώην σχολάρχης Σχολής Τσοτυλίου
164. Αφοί Ν. Κυριατζή Τσοτύλι
165. Αφοί Σαπουντζή Φλώρινα Άλευρα, ζωέμποροι
166. Αφοι Ταρπένωφ Φλώρινα
167. Βανέ Χατζητύπε & Υιός Φλώρινα Αργυραμοιβοί, πρακτορείο μεταναστών
168. Γ. [ ]έσσος Φλώρινα
169. Γ. Βαλλάκης Φλώρινα
170. Γ. Γρίβας & Χατζητάσε Φλώρινα
171. Ε.Θ. Φιλιππίδης 1  Φλώρινα Παντοπώλης
172. Ζήσης, Βαλλάκης & Σαπουντζής Φλώρινα Εμπορικές και τραπεζικές εργασίες
173. Ηλ. Λάζου 1 Φλώρινα Έμποροι μανιφατούρας
174. Θ. Κερεμητσής Φλώρινα Αποικιακά
175. Ι. Ζήσης Φλώρινα Τραπεζίτης
176. Κ.Δ. Σαπουντζής 1 &Υιοί Φλώρινα Αποικιακά, Γεννήματα, Άλευρα
177. Κ. Σαπουντζής & Υιός Φλώρινα Έμποροι σιτηρών, αποικιακά, αλευροπώλες
178. Νικ. Πύρζας& Σία Φλώρινα Πρακτορείο μεταναστών
179. Ντιμπράνωφ, Τριφόνωφ & Γιάνεφ (Διβράνου, Τρυφώνου, και Ιωάννου, μετά το 1914) Φλώρινα          Bureaud’emigration “Progrès” Αργυραμοιβοί Εμπορικός οίκος
180. Π. & Ε. Φιλιππίδης Φλώρινα Εξαγωγές μαλλιού
181. Σ. Μελλώφ Φλώρινα Παντοπώλης
182. Σαϊν και Σαπουντζή (Chain & Sapountzi) Φλώρινα Έμποροι- τραπεζίτες
183. Χατζηνάκος & Αφοί Γεωργίου Φλώρινα Έμποροι
184. Χρ. Φιλιππίδης Φλώρινα Εξαγωγές μαλλιού
185. Μ. Ζήσης Φλώρινα
186. Nicolas Papacosta & C Φλώρινα Πρακτορείο Ασφαλειών και Μεταφορών



Η μεγαλύτερη συγκέντρωση πελατών παρατηρείται στην Καστοριά. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο καθώς στον καζά της Καστοριάς υπήρχε η μεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων. Σύμφωνα με ελληνικές στατιστικές, ο ελληνικός πληθυσμός έφτανε στα 3/5 επί του συνόλου του πληθυσμού. Αριθμούσε 45.793 Έλληνες, 14.138 Μουσουλμάνους και 15.934 εξαρχικούς κατοίκους (Παπαδόπουλος, 1970: 167). Επίσης, και τα Γρεβενά, που σύμφωνα πάλι με ελληνικές στατικές, κατοικούνταν από 25.530 Έλληνες και 4.702 Μουσουλμάνους (Παπαδόπουλος, 1970: 201). Η συγκέντρωση του ελληνικού πληθυσμού, όπως αποτυπώνεται στο αρχείο, δικαιολογεί όμως μόνο ένα μέρος της διακύμανσης. Στην Καστοριά εντοπίζονται σημαντικοί τραπεζίτες της περιοχής, οι οποίοι συνεργάζονται με την Τράπεζα όχι μόνο με την ιδιότητα τους ως ανταποκριτές της, αλλά και ως Έφοροι των Ελληνικών Σχολών Καστοριάς. Λογαριασμούς διατηρούσαν και ιδρύματα, όπως οι Ελληνικές Σχολές Μαυρόβου, η Ελληνική Ορθόδοξος Κοινότητα Καστοριάς, η Εφορεία Ελληνικών Σχολών Καστοριάς και η Ι. Μ. Καστοριάς, η Ι. Μ. Πρεσπών και Αχρίδος, η Ι. Μ. Πελαγωνίας, το Νοσοκομείο Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος Μοναστηρίου και η Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Μοναστηρίου, η «Νέα Λέσχη» Μοναστηρίου, το Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Τράπεζα της Ανατολής χρησιμοποιούσε το υπάρχον δίκτυο μικροτραπεζιτών για να επεκτείνει τις εργασίες στην περιοχή, ουσιαστικά δηλαδή το δίκτυό της υπήρξε μεγαλύτερο από αυτό που παρουσιάζεται στο αρχείο. Ειδικότερα τα τραπεζικά καταστήματα που συνεργάζονται με την Τράπεζα της Ανατολής στην περιοχή της Καστοριάς είναι: των Αφών Ρούμπα( Σωζόμενο αρχείο της Τράπεζας των Αδερφών Ρούμπα βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας)
και των εξής τραπεζιτών: Μαυροβίτη Λεωνίδα, Μαυροβίτη και Αφοί, Μαυρουδή Βασιλείου, Τσάκαλη Ναούμ, Φίλιου Γεωργίου και Σια (μετεβλήθη σε Φίλιος και Τόσκος, το 1907), Elichah D. Eliaou, Ι. Σαμαρά, Ν. Παπαγεωργίου. Στη Φλώρινα εντοπίζουμε το τραπεζικό κατάστημα του Ιωάννη Ζήση και έπειτα το τραπεζικό κατάστημα των Ζήση, Βαλλάκη και Σαπουντζή, όπως και των Βάνε Χατζητύπε και Υιού. Τραπεζίτες στο Σόροβιτς είναι οι Αφοί Βαρδαχάνη, ενώ υπάρχει και το κατάστημα Χρήστου και Αφών Χατζή. Στο Μοναστήρι δραστηριοποιούνται οι Ναούμ Ζ. Ζουμετίκος και οι αργυραμοιβοί Αφοί Σιουπίλλα. Εκτός όμως από τα καταστήματα αυτά, η Τράπεζα της Ανατολής χρησιμοποιούσε και ιδιώτες ως ανταποκριτές της, καθώς και διάφορους εμπόρους με επιτυχημένη πορεία που επιδίδονταν σε τραπεζικές εργασίες Ανταποκριτές της Τράπεζας Ανατολής μπορούσαν να είναι και έμποροι ή κτηματίες, οι οποίοι χρηματοδοτούνταν από την Τράπεζα με συναλλαγματικές ή χρεόγραφα. Τα κριτήρια της χρηματοδότησης βασίζονται κυρίως στην προσωπική πίστη του δανειολήπτη σε συνάρτηση με την ακίνητή του περιουσία, η οποία υποδηλώνει την είσπραξη γαιοπροσόδου ως αναγκαίο όρο φερεγγυότητας. Παράλληλα, όμως ο ανταποκριτής δανείζεται όχι μόνο για τις προσωπικές-εμπορικές του ανάγκες, αλλά και για την κάλυψη των πιστωτικών αναγκών του γεωγραφικού και κοινωνικού χώρου στον όποιον είναι ενταγμένος (Χεκίμογλου & Καριζώνη, 1994: 92). Ανταποκριτές της Τράπεζας το 1905 είναι Α. Ηλίας - Ν. Κουσίδης (Γρεβενά), Α. Μπούσιος (Γρεβενά), Βαλταδώρος - Κονδύλης (Κοζάνη), Βαμβακάς και Υιός (Κοζάνη), Αφοί Σόντη, Γ. Κυριακού (Μοναστήρι), ο Ν. Γ. Παπαμόσχου (Καστοριά), Αφοί Βαρδαχάνη (Σόροβιτς), Χατζητύπε και Υιός (Φλώρινα), Β. Ε. Μαυρουδής (Καστοριά)60 . Το 1907, προστίθενται στους παραπάνω οι Ηλίας Λάζου και οι Αφοί Σαπουντζή από την Φλώρινα και ο Λ. Μαυροβίτης από την Καστοριά61 . Το 1908, ανταποκριτές είναι οι: Βάνε Χατζητύπε και Υιός, Ι. Ζήσης και Κ. Δ. Σαπουντζής και Υιός στη Φλώρινα, Β. Ε. Μαυρουδής στην Καστοριά και Κατσίκας και Νικολαΐδης στο Σόροβιτς62 . Σύμφωνα με το αρχείο της Τράπεζας και τον «Κατάλογο των εν τω Εσωτερικώ Ανταποκριτών μας»63 , του 1909, ανταποκριτές της Τράπεζας στη Δυτική Μακεδονία είναι οι εξής: στην Καστοριά, ο Β. Ε. Μαυρουδής, στην Κοζάνη, ο Δ. Ν. Μπλιούρας και Σια, στα Γρεβενά, οι Αθ. Ηλία και Ν. Φ. Κουσίδης, στο Σόροβιτς, οι Χρήστος και Αφοί Χατζή και στη Φλώρινα, ο Ι. Ζήσης. Κάθε ένας από αυτούς είχε το δικό του κύκλο επιρροής και διακίνησης κεφαλαίου, χωρίς ωστόσο να εμποδίζεται η μεταξύ τους συνεργασία, όπως αποκαλύπτεται από τις συναλλαγές και τις εισπράξεις γραμματίων, για τις οποίες φρόντιζαν να ενημερώνουν με μεγάλη συνέπεια την Τράπεζα, είτε στο Υποκατάστημα Θεσσαλονίκης, είτε στο Πρακτορείο του Μοναστηρίου. Παρατηρώντας τους συναλλασσομένους στο σύνολό τους, φαίνεται να επαληθεύεται η άποψη του Χεκίμογλου (2001: 125) ότι υπήρχε η τάση να μετατρέπονται οι πιστώσεις από εμπορικές σε τοκιστικές. Η συσσώρευση, δηλαδή, κεφαλαίου οδηγούσε στην μετατροπή των επιτυχημένων εμπόρων σε τραπεζίτες. Ωστόσο, το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή δεν συνέβαλε καθόλου στην ενδυνάμωση του ελληνικού εμπορικού στοιχείου εξηγεί τους λόγους για τους οποίους έγινε αισθητή η ανάγκη ίδρυσης και εγκατάστασης ελληνικών τραπεζών στην επικράτεια. Ο χώρος της Δυτικής Μακεδονίας δεν διαφοροποιήθηκε ως προς αυτό, και οι υπάρχουσες τραπεζικές δομές συνεργάστηκαν με την Τράπεζα της Ανατολής. Οι ανταποκριτές, εκτός από την διευκόλυνση των συναλλαγών, είχαν πολλές και ποικίλες υποχρεώσεις προς την Τράπεζα. Μία από αυτές, ήταν η υποχρέωσή τους να ενημερώνουν για την γεωργική σοδειά στην περιοχή τους, γεγονός που θα είχε συνέπειες στις δραστηριότητες της Τράπεζας. Μαθαίνουμε, λοιπόν, μέσω των Αφών Μαυροβίτη, τον Ιούνιο του 1907, ότι η σοδειά στην Καστοριά κινδύνευε λόγω εκτεταμένης ανομβρίας64 . Ακόμη είχαν την υποχρέωση να δέχονται στα μέρη τους συνεργάτες της Τράπεζας, προκειμένου να τους διευκολύνουν στο έργο τους. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή προς όλους τους ανταποκριτές της Δυτικής Μακεδονίας, στην οποία ενημερώνονται για την άφιξη κάποιου Γεωργίου Σούλρα ο οποίος αποτελεί «…Επιθεωρητήν της Ελλην. Εταιρείας Ασφαλειών Ζωής «Η Ανατολή» ερχόμενον εις την πόλιν σας δι’ εργασίας της Εταιρείας ταύτης. Παρακαλούμεν όπως παρέσχητε … την ηθικήν σας συνδρομήν και υποστήριξην του σκοπού του…» . Φυσικά, η μεγαλύτερη τους υποχρέωση ήταν να εξασφαλίζουν πληροφορίες για τους εν δυνάμει πελάτες της Τράπεζας. Στο αρχείο της Τράπεζας εντοπίζουμε πάνω από
 500 δελτία πληροφοριών για τους πελάτες, αλλά και τους ανταποκριτές.......................................
================================================
ορισμενα  απο  τα  ονοματα  που  συναντησαμε  και  οι  ιδιοτητες  τους......

1. Βαλάσης Χ¨. Θ. Μενέλαος: 
Υπήρξε προσωπικός γιατρός του Μουφτή της Φλώρινας και συμμετείχε στην επιτροπή που είχε σταλεί στον στρατηγό Γεννάδη, που βρισκόταν στο Αμύνταιο, για την παράδοση της Φλώρινας στον ελληνικό στρατό. Την επιτροπή απετέλεσαν ο ίδιος, ο έλληνας αρχιμανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισματικός παπάς Παπαναστάσης και ο τούρκος εμπορευόμενος Μεχμέτ Ζαϊνέλ. (Αφήγηση του Τέγου Σαπουντζή, στο βιβλίο του Θεοδώρου Βόσδου, «ΦΛΩΡΙΝΑ: το χρονικό της απελευθέρωσης») 

2. Βαρδαχάνης Ιωάννης: 
Καταγόταν από το Βογατσικό Καστοριάς και έδρασε ως Πράκτορας Α΄ τάξης (Επετηρίς Παλαιών Αγωνιστών, α.α. 236, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 73). 

3. Βαρδαχάνης Κωνσταντίνος: 
Καταγόταν από το Βογατσικό Καστοριάς και έδρασε ως Πράκτορας Β΄ τάξης. Ήταν από τους πρώτους που συνεργάστηκαν με τα σώματα και τους αρχηγούς τους που εστάλησαν από την Νότιο Ελλάδα. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Επιτροπής του Βογατσικού και ενημέρωνε για τις κινήσεις των τουρκικών περιπολιών καταφεύγοντας στην δωροδοκία προκειμένου να αποσπάσει τις απαιτούμενες πληροφορίες, τις οποίες μετέφερε στα ελληνικά σώματα. Φυλακίσθηκε από τους Τούρκους για σύντομο χρονικό διάστημα. ( Αρχείο ΔΕΠΑΘΑ, Αρχείο Μ.Α., φ. Β -9, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 73 ) 

4. Βαρδαχάνης Νικόλαος: 
Γεννήθηκε στο Βογατσικό της Καστοριάς και έδρασε ως Πράκτορας Γ΄ τάξης. Υπήρξε συνεργάτης και πληροφοριοδότης του Γ. Τσόντου (Βάρδας) και σύνδεσμος του τελευταίου με το ελληνικό Προξενείο στο Μοναστήρι σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές, όπως μετά την σφαγή στην Βασιλειάδα το 1905 και μετά την μάχη του Μουρικίου. Μετέφερε μηνύματα και κάθε είδους έγγραφα ελληνικών ανταρτικών ομάδων, οι οποίες δρούσαν στην περιοχή. Τέλος, έλαβε μέρος στην επιχείρηση εξόντωσης 12 Κομιτατζήδων, οι οποίοι λυμαίνοντο την περιοχή της μονής Μεταμορφώσεως, τον Φεβρουάριο του 1905 (Αρχείο ΔΕΠΑΘΑ, Αρχείο Μ.Α., φ. Β - 213, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 73). 10299

5. Ζαμκινός Ν.: 
Βουλευτής Γρεβενών την περίοδο 1923 -1925. 

6. Ζωγράφος Ν. Ι.
: Αναλαμβάνει τη διεύθυνση του ημιγυμνασίου της Καστοριάς μετά το 1890 και ως την απελευθέρωση. 

7. Καζάνας Νικόλαος (Κολούσιος): 
Εκ των πρωτεργατών της ρουμανικής προπαγάνδας, διετέλεσε μέλος της εφορευτικής επιτροπής της κοινότητας Γρεβενών κατά τα έτη 1902-1904 (Παπαδημητρίου, 2016: 215). Μέλος του δημοτικού Συμβουλίου Γρεβενών κατά το 1911, παραιτήθηκε, όπως και οι τρεις μουσουλμάνοι σύμβουλοι, ώστε να μεθοδευτεί η αντικατάσταση του Έλληνα δημάρχου Κουσίδη (Παπαδημητρίου, 2016: 406). 

8. Κουσίδης Ν.Φ.: 
Συνεργάτης του Γιώργου Μπούσιου, όπ. παραπάνω (2)

 9. Μαυροβίτης Λ. Ε.: 
Δήμαρχος Καστοριάς το 1913. 

10.Μπούσιος Ανδρέας:
 Ήταν εκείνος που έφερε την επανάσταση στη βιοτεχνία της περιοχής με τον εκσυγχρονισμό ενός παλιού νερόμυλου, που αγόρασε το 1880. Υπήρξε πολύ δραστήριος και διατηρούσε επαφές με μηχανουργεία τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Ήταν ο πρώτος που πρόσθεσε μυλόπετρες για διαχωρισμό των πιτύρων, καθαριστήρια και κοσκινιστήρια. Έφτασε να αλέθει στις εγκαταστάσεις του σχεδόν όλο το σιτάρι της επαρχίας Γρεβενών και να τροφοδοτεί με σημαντικές ποσότητες αλεύρου την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία (Παπαδημητρίου, 2016: 45- 47). Οι δραστηριότητες του εμπορικού του οίκου επεκτείνονταν από την αγορά γάλακτος και άλλων ειδών διατροφής μέχρι το διακομιστικό εμπόριο και τις τραπεζικές εργασίες. Εκείνο που επέφερε τον πλουτισμό του Ανδρέα Μπούσιου ήταν η τροφοδοσία του οθωμανικού στρατού το 1897, οπότε ανέλαβε την προμήθεια αλευριού και το 1899 τον εφοδιασμό με τρόφιμα των στρατιωτικών μονάδων Γρεβενών και Κηπουριού. Τον Ανδρέα Μπούσιο διαδέχτηκαν στις επιχειρήσεις (1904) οι γιοί του, Γεώργιος και Δημήτριος. 

11.Μπούσιος Γιώργος: 
Ανέπτυξε δράση ως Πράκτορας Α’ τάξης (Ανεστοπούλου, 1969: 115 στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 20). Το 1906 συνελήφθη μαζί με τους Νικόλαο Κουσίδη, Θωμά Ηλία, Σωτήριο Ευθυμιάδη και Ιωάννη Κυναμιώτη (Παπαδημητρίου, 2016: 230). Επιπλέον, μαζί με τον Κουσίδη καταδικάστηκαν σε τριετή κάθειρξη στις φυλακές Μοναστηρίου. Στις αρχές Ιανουαρίου αποφυλακίστηκαν, όπως με επιστολή του το Πρακτορείο της Τράπεζας της Ανατολής στο Μοναστήρι πληροφορούσε την οικογένεια του Μπούσιου (3.1.1908). Είχαν λάβει χάρη, αφού είχαν παραμείνει στη φυλακή δεκατρείς μήνες (Παπαδημητρίου, 2016: 241). Ο Γεώργιος Μπούσιος πολιτεύτηκε και έγινε βουλευτής στο κοινοβούλιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1908. Υπήρξε μέλος της Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως. Εκλέχτηκε βουλευτής Κοζάνης το 1926 -1928 ως Ανεξάρτητος. Επιπλέον, διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου. 

12.Μπατρινός Μενέλαος: 
Καταγόταν από την Καστοριά. Έδρασε ως Πράκτορας Β’ τάξης και συνεργάστηκε με τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων, το 1908, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την γενέτειρα του για να επανέλθει το 1910 (Αρχείο ΔΕΠΑΘΑ, Αρχείο Μ.Α. φ. Μ- 579). Διετέλεσε βουλευτής Φλώρινας την περίοδο 1920 -1922. 

13.Παπαθανασίου Ζήσης:
 Καταγόταν από τη Βωβούσα, και υπήρξε στέλεχος της ρουμανικής προπαγάνδας (Παπαδημητρίου, 2016: 41). Ως όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας, κατέλαβε τη θέση του δημαρχιακού γιατρού (Παπαδημητρίου, 2016: 117). Κατά το έτος 1907 διετέλεσε έφορος των ελληνικών σχολείων, ως κίνηση τακτικής μπροστά στον κίνδυνο να πέσει θύμα προγραφής (Παπαδημητρίου, 2016: 406). 

14.Παπατέρπος Μάρκος: 
Υπήρξε πρόκριτος και γεννήθηκε στο Νεστόριο της Καστοριάς. Ήταν μέλος της τοπικής Εθνικής Επιτροπής και πρόεδρος της κοινότητας. Έδρασε ως Πράκτορας Β΄ τάξης και αντιμετώπισε μαζί με τους κατοίκους του Νεστόριου βουλγαρική επιδρομή το 1904 (ΓΕΣ, 1979: 106, 135 στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 87).  

15.Παπατέρπος Μέλιος:
 Γεννήθηκε στην Καστοριά και ανέπτυξε δράση ως Πράκτορας Γ΄ τάξης (Επετηρίς Παλαιών Αγωνιστών, α.α. 3252, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 80). 

16.Πύρζας Νικόλαος (Λάκης):
 Γεννήθηκε στην Φλώρινα και υπήρξε Οπλαρχηγός Β΄ τάξης. Τον Φεβρουάριο του 1904 μετέβη στην Αθήνα, όπου είχε την πρώτη του συνάντηση με τον Π. Μελά και μαζί του συζήτησε για τα θέματα της υπόδουλης Μακεδονίας. Τις σκέψεις του για την προοπτική ανάληψης ένοπλης δράσης στην περιοχή μοιράστηκε και με τον Έλληνα Πρόξενο στην Θεσσαλονίκη Κορομηλά, ενώ με επιστολή του στον Πρόξενο Μοναστηρίου γνωστοποιούσε την πρόθεσή του να συγκροτήσει τριακονταμελή ομάδα ενόπλων. Συνεργάστηκε με τον Μελά στις τρεις περιοδείες του στην Μακεδονία ως υπαρχηγός της ομάδας και ήταν μαζί του κατά τις τελευταίες του ώρες. Λίγο πριν ξεψυχήσει ο Μελάς, ζήτησε από τον Πύρζα να δώσει τον σταυρό που φορούσε στην σύζυγό του και το όπλο του στον γιο του Μίκη. Εκτελώντας την τελευταία επιθυμία του φίλου του και αρχηγού του, ο Πύρζας μετέβη στη Αθήνα, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1905 εργαζόμενος για το Μακεδονικό Κομιτάτο. Επανέκαμψε στην Μακεδονία με το ψευδώνυμο του Μελά «Μίκης Ζέζας» υπό τις διαταγές αυτή τη φορά του Γ. Τσόντου (Βάρδας), όμως ρήξη, η οποία επήλθε μεταξύ τους, τον ανάγκασε να αποχωρήσει. Έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, για να επιστρέψει στην Φλώρινα το 1912 (Καραβίτης, τόμος Β’: 118 στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 179). 

17.Σαπουντζής Γρηγόρης (Τέγος): 
Καταγόταν από την Κέλλη της Φλώρινας. Έδρασε ως Πράκτορας Α΄ τάξης και διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Φλώρινας. Ήταν κουνιάδος του Μακεδονομάχου Μηνά Τσάλκου, του οποίου το σώμα ακολούθησε από το 1903. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως οδηγός του καπετάν Νικολούδη. Συνελήφθη αιχμάλωτος στη μάχη της Κέλλης και φυλακίστηκε στις φυλακές Μοναστηρίου, από όπου και δραπέτευσε (ΓΕΣ, 1979: 222, Καραβίτη, τ. Α΄ ,1994: 314, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 168). Υπήρξε ο πρώτος δήμαρχος της Φλώρινας και κατείχε το αξίωμα από το 1912 έως το 1922.  

18.Σαπουντζής Ιωάννης: 
Γεννήθηκε στην Κέλλη της Φλώρινας και ανέπτυξε δράση ως Πράκτορας Γ΄ τάξης (Επετηρίς Α.Μ.Α. α.α. 3649, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 169). Διετέλεσε βουλευτής Φλώρινας την περίοδο 1923 -1925. 

19.Σαπουντζής Χρήστος: 
Γεννήθηκε από την Κέλλη της Φλώρινας και συνέδραμε τις ελληνικές ανταρτικές ομάδες ως Πράκτορας Α΄ τάξης (Επετηρίς Α.Μ.Α. α.α. 3652, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 169). 

20.Σαχίνης Δούκας: 
Καταγόταν από την Καστοριά, ήταν γιατρός στο επάγγελμα και ανέπτυξε δράση ως Πράκτορας Γ΄ τάξης (Επετηρίς Παλαιών Αγωνιστών, α.α. 3684, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 80). 

21.Τσάκαλης Ναούμ:
 Ήταν ένας από τους βασικούς συντονιστές της εθνικής προσπάθειας για την εξάλειψη της βουλγαρικής προπαγάνδας στην πόλη της Καστοριάς (Dakin, 1985: 70, ). 

22.Τσίλρης Δ. Μιχαηλίδης:
 Με δαπάνη της οικογένειας Τσίρλη λειτούργησαν στη Νέβεσκα (Νυμφαίο) δύο ανθηρά σχολεία (αρρένων και παρθεναγωγείο). Τα σχολεία αυτά συντηρούνταν από τις δωρεές των ευεργετών τους, όπως της Ζωής Τσίρλη και του συζύγου της Μιχαήλ Ν. Τσίρλη, του γιου τους Δημητρίου Μιχαηλίδη Τσίρλη και του ανιψιού τους Θεοδώρου Ι. Τσίρλη (Παπαδόπουλος, 1970: 154). Επιπλέον, γνωρίζουμε για την δράση του Μιχαηλίδη Τσίρλη ως Πράκτορα Α’ τάξης, μέλους της Εθνικής Επιτροπής του Νυμφαίου και μέλος του Εποπτικού- Δικαστικού Σώματος. Φυλακίστηκε στη Φλώρινα και πέθανε στο Νταχάου το 1943 (Αρχείο ΔΕΠΑΘΑ, Αρχείο Μ.Α. φ. Τ- 408, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 81).

 23.Φίλιος Κοσμάς: 
Γεννήθηκε στην Καστοριά και ανέπτυξε δράση ως Πράκτορας Γ’ τάξης. Ήταν μέλος της Εθνικής Επιτροπής της πόλης της Καστοριάς. Το 1908, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων, συγκέντρωσε στο Βογατσικό όλους τους οπλαρχηγούς των γύρω περιοχών και μαζί κατευθύνθηκαν στην Καστοριά, όπου έλαβε χώρα «τελετή  συμφιλίωσης» με τους Τούρκους και τους Βούλγαρους στρατιώτες. (Αρχείο ΔΕΠΑΘΑ, Αρχείο Μ.Α. φ. Φ -104 στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 81). 

24.Φλιώνης Κόττας: 
Γεννήθηκε στο Τσοτύλι της Κοζάνης και έδρασε ως Πράκτορας Β’ τάξης (Επετηρίς Α.Μ.Α. α.α. 4421, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 118) 

25.Φιλλιππίδης Ευάγγελος: 
Διετέλεσε βουλευτής Φλώρινας τις περιόδους 1915 -1917 και 1920 -1922. 

26.Χατζητάσης Πέτρος: 
Γεννήθηκε στην πόλη της Φλώρινας και έδρασε ως Ομαδάρχης. Το 1904 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον κομιτατζή Μιχαήλ Γκρίζα, τον οποίο τραυμάτισε. Συνεργάστηκε με το σώμα του Π. Μελά και έλαβε μέρος στην μάχη στην Σιάτιστα. Υπήρξε μέλος της πενταμελούς Επιτροπής Φλώρινας, που οργάνωσε ο Ν. Πύρζας το 1902 -1903. Αργότερα υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Καλομενόπουλου και έλαβε μέρος στην μάχη της Δροσοπηγής το 1905, η οποία έληξε με την παράδοση των Ελλήνων μαχητών. Φυλακίσθηκε από τους Τούρκους και αφέθηκε ελεύθερος το 1908 (ΓΕΣ, 1979: 115, Αρχείο ΔΕΠΑΘΑ, Αρχείο Μ.Α. φ. Χ- 137, στο Μιχαηλίδης και Παπανικολάου, 2008: 179). 

27.Χατζητάσης Μιχαήλ: 
Βουλευτής Φλώρινας με το κόμμα των Φιλελευθέρων τις περιόδους 1923 -1925 και 1928 -1932. 

28.Χατζητύπης Λάζαρος: 
Διετέλεσε βουλευτής Φλώρινας τις περιόδους 1915 -1917. 

29.Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Χρούπιστης: 
Από τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσε σχολείο αρρένων «κοινών γραμμάτων» (Γραμματοδιδασκαλείον). Αργότερα το 1876 λειτούργησε και Παρθεναγωγείο. Σχολείο ανώτερης βαθμίδας δεν φαίνεται να λειτούργησε. 


ΤΟ  ΕΝ  ΛΟΓΟ  ΠΟΝΗΜΑ  ΕΙΝΑΙ  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  ΑΠΟ  ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΑΣΚΑΡΑΚΗ ΕΛΕΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΤΙΤΛΟΥ 
Στις «Επιστήμες της Αγωγής» με ειδίκευση «Παιδαγωγική και Νέες Τεχνολογίες στην Εκπαίδευση» Επόπτρια Καθηγήτρια: Σοφία Ηλιάδου – Τάχου, Καθηγήτρια Συμβαθμολογητές: Ανδρέου Αντρέας, Καθηγητής Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής 

Φλώρινα 2017

ΟΛΟΚΛΗΡΗ  Η  ΕΡΓΑΣΙΑ  ΕΔΩ: 

Οι εμπορικές συναλλαγές της Τράπεζας Ανατολής με τη Δυτική Μακεδονία


https://dspace.uowm.gr/xmlui/bitstream/handle/.../518/Laskaraki%20Eleni1.pdf?...