athanasntomp.blogspot.com

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2018

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.....ΣΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΤΥΡΑΝΙΑ.....




Βρισκόμαστε πια στο 404 π. Χ. όπου  την 25  Απριλίου  τερματίζεται  ο Πελοποννησιακός  πόλεμος με  την νίκη  των  σπαρτιατών  του  Λύσανδρου  εναντίον  των  Αθηναίων.

Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος τοποθετεί μία κυβέρνηση μαριονέτα στην Αθήνα με την εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας των Tριάκοντα Tυράννων υπό τον Κριτία και συμπεριλαμβανομένου του Θηραμένη ως ηγετικό μέλος,μετά από την πρόταση κάποιου ανθρώπου με το όνομα Δρακοντίδης, από το δήμο των Αφιδνών,  και κάτω από την πίεση του Λυσάνδρου, η Εκκλησία δημιουργεί ένα σώμα 30 ανθρώπων, με στόχο τη δημιουργία μιας νέας «πολιτείας».
Απώτερος σκοπός ήταν η επιστροφή σε αυτό που αποκαλέστηκε «πάτριος πολιτεία», δηλαδή πολίτευμα των προγόνων, εκκαθαρίζοντας το εκλογικό σώμα και καταργώντας τους «μισθούς», δηλαδή τις καταβολές χρημάτων προς τους φτωχότερους πολίτες. Τα μέλη του σώματος επιλέχτηκαν από τους φίλους του Θηραμένη, ο οποίος διαπραγματεύτηκε την ειρήνη, και του Κριτία, ενός φιλολάκωνα αριστοκράτη.
Οι Τριάκοντα μείωσαν τον αριθμό των ατόμων που κατείχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στους 3.000 και διόρισαν οι ίδιοι τα μέλη της Βουλής των 500, η οποία είχε νομοθετικές αρμοδιότητες. Κατάργησαν τους νόμους του Εφιάλτη και του Αρχίστρατου, ακόμη και ορισμένους από εκείνους του Σόλωνα. Επιπλέον, οργάνωσαν τη δίωξη δημαγωγών και συκοφαντών. Ο Αριστοτέλης ερμηνεύει την κίνηση αυτή σαν μια προσπάθεια να γίνουν αρεστοί στους πολίτες, επειδή δήθεν αγωνίζονταν για το καλό της πόλης.

Σύμφωνα με το  Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο δεύτερο, μετάφραση Ρόδης Ρούφος, εκδόσεις «Ωκεανίδα», τόμος πρώτος, Αθήνα 2000

όταν: «… ο λαός αποφάσισε να εκλέξει τριάντα ανθρώπους για να συντάξουν ένα σύνταγμα σύμφωνο με την παράδοση, όπου θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο». (2,3,2).
Η απόφαση να ανατεθεί ένα σύνταγμα, που να ρυθμίζει τον πολιτικό βίο, σε τριάντα ανθρώπους, έστω κι εκλεγμένους, είναι το πέρασμα στην ολιγαρχία, αφού τη διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων δεν την έχει πλέον ο λαός με την άμεση ψηφοφορία των Συνελεύσεων, αλλά οι τριάντα, οι οποίοι αποκτούν τεράστια εξουσία κατευθύνοντας την πολιτική ζωή όπως θέλουν. Η φράση του Ξενοφώντα «και να πως έγινε ολιγαρχικό το καθεστώς» (2,3,2) δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων.
Κι εδώ δεν πρέπει να γίνει λόγος για την τότε αντίληψη της δημοκρατίας, που είχε νόημα μόνο με την έννοια της αμεσότητας, (οι άρχοντες που αποφασίζουν ό,τι θέλουν και δε λογοδοτούν κρίνονται ολιγάρχες, ασχέτως αν εκλέγονται), αλλά για την απελπισία των Αθηναίων, που ψήφισαν τριάντα κυβερνήτες με καθαρά ολιγαρχικές πεποιθήσεις – τα φρονήματα του Κριτία και του Θηραμένη που δέσποζαν μέσα στους τριάντα ήταν σε όλους γνωστά – και ταυτόχρονα έτρεφαν την ψευδαίσθηση του συντάγματος, που θα ρύθμιζε την πολιτική ζωή.
Η αποφυγή της ολοκληρωτικής εξόντωσης, που ήταν πολύ σοβαρό ενδεχόμενο, τους έδωσε ελπίδες ότι θα μπορούσαν να πέσουν στα μαλακά κι ότι οι πολιτειακές τους παραχωρήσεις δε θα συνδέονταν κατ’ ανάγκη με την καταστροφή ούτε για την πόλη ούτε για τις προσωπικές τους ελευθερίες. Υπήρχαν μάλιστα και αρκετοί, που αγανακτισμένοι από τις στρεβλώσεις της δημοκρατίας, την ασυδοσία και τον άκρατο λαϊκισμό έβλεπαν τις εξελίξεις με θετικό τρόπο, θεωρώντας ότι η ολιγαρχία θα βάλει τάξη αποδίδοντας στον καθένα αυτά που του αξίζουν.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι πρώτες εκτελέσεις των τυράννων δεν προξένησαν σχεδόν καμία ενόχληση: «… άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την αριστοκρατική τάξη» («καλοίς καγαθοίς» στο πρωτότυπο) «και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ’ ευχαρίστηση, και το πράγμα δε δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ’ αυτούς». (2,3,12).
Σε τέτοιες περιπτώσεις αβέβαιων πολιτειακών αλλαγών, όταν κάποιος νιώθει ότι δεν κινδυνεύει, δεν αισθάνεται και καμία ανάγκη να ανακατευτεί, πολύ περισσότερο να διεκδικήσει, ακόμη κι όταν καταπατούνται και οι στοιχειώδεις πολιτειακές δεσμεύσεις: «Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο και ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί». (2,3,11).
Κι αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που κινούνται οι.....(Μνημονιακές δικτατορίες)· στελέχωση όλων των πολιτειακών οργάνων με πρόσωπα εμπιστοσύνης, κατάλυση κάθε συνταγματικής αρχής προς εξασφάλιση οποιασδήποτε αυθαιρεσίας και πολιτικές εξοντώσεις, οι οποίες  ξεκινούν πάντα από τις ομάδες που δε θα έχουν κανένα υποστηρικτή. Η ανοχή του κόσμου και η γενική σιωπή συμβάλλουν καθοριστικά προς την κατεύθυνση της αποχαλίνωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η βία, η τρομοκρατία και η ωμότητα μετατρέπονται σε μοναδική πολιτειακή εκδοχή. Οι τριάντα κατάφεραν να εξασφαλίσουν όλες τις προϋποθέσεις. Το μόνο που έλειπε ήταν η στρατιωτική ισχύς, που θα καθιστούσε αδύνατη κάθε απόπειρα αντίστασης: «Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχύνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά – που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί – “ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς”. Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή». (2,3,13-14).
Τώρα πια οι τύραννοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Όποιος θέλει, ας αντιπαρατεθεί: «Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες τους τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν – όχι πια “κακά στοιχεία” κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ’ από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δε θ’ ανεχόταν τον παραγκωνισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν’ αντιδράσει, θα ‘βρισκε πολλούς συμπαραστάτες». (2,3,14).
Δεν υπάρχει (Μνημονιακή δικτατορία) που να μην πολεμά τα «κακά στοιχεία». Δεν είναι μόνο τα προσχήματα που – αρχικά τουλάχιστον – όλοι οι δικτάτορες ενδιαφέρονται (μάταια) να κρατήσουν, αλλά και η καλλιέργεια του διχαστικού κλίματος που οπωσδήποτε θα τους ευνοήσει
Όταν ξεκαθαρίζεται ποιοι είναι οι εχθροί, όχι μόνο λουφάζουν όσοι θεωρούν ότι βρίσκονται εκτός κινδύνου, αλλά συσπειρώνονται κι εκείνοι που είναι επίσης αρνητικοί απέναντι σ’ αυτούς που στοχοποιούνται.
Σταδιακά ο κύκλος των εχθρών διευρύνεται. Τα πράγματα γίνονται εντελώς απροκάλυπτα. Κι αυτό είναι το σημείο, που οι ισορροπίες αποδεικνύονται εύθραυστες. Η δυσφορία του κόσμου μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Ενδέχεται οι δικτάτορες να διαφωνήσουν· να έρθουν σε ρήξη· να φαγωθούν και μεταξύ τους: «Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας και ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως […] είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους μόνο και μόνο για το λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτε την αριστοκρατική τάξη» («καλούς καγαθούς» στο πρωτότυπο). (2,3,15).
Το βέβαιο είναι ότι μετά από λίγο καιρό ο κόσμος έδειχνε σημάδια ανησυχίας: «Καθώς πλήθαιναν οι άδικες εκτελέσεις, έγινε φανερό ότι πολλοί άρχισαν να συνεννοούνται αναμεταξύ τους και ν’ αναρωτιούνται πού πηγαίνει το καθεστώς». (2,3,17). 
Ο Θηραμένης καταλάβαινε καλά ότι με αυτές τις πρακτικές οι μέρες των Τριάντα ήταν μετρημένες. Βρέθηκε ακριβώς στην ίδια θέση που είχε βρεθεί και στην προηγούμενη απόπειρα πραξικοπήματος το 411 π.Χ. Τα σκληρά μέτρα και οι εκτελέσεις τότε είχαν προκαλέσει τη λαϊκή οργή, η οποία στο τέλος ξέσπασε ανεξέλεγκτα.
Ο Θηραμένης είχε μάθει ότι το μέγεθος της σκληρότητας πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με το μέγεθος της διαθέσιμης δύναμης. Αν οι αντίπαλες δυνάμεις είναι σε θέση να προκαλέσουν την ανατροπή δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη μετριοπάθεια. Τη λαϊκή οργή ή θα την καταστείλει κανείς ή θα την μετριάσει. Και είναι προφανές ότι, αν δεν μπορεί το πρώτο, υποχρεούται να καταφύγει στο δεύτερο.
Αυτός είναι ο λόγος που ζητούσε να βάλουν κι άλλα πρόσωπα στην εξουσία. Ένα        (ολίγο από δημοκρατικό άνοιγμα) λειτουργεί πάντα καταπραϋντικά σ’ ένα λαό που υποφέρει. 
Το ζήτημα ήταν τόσο σαφές, που έγινε αντιληπτό και από τους άλλους του καθεστώτος: «Τότε ο Κριτίας κι άλλοι από τους Τριάντα, που είχαν αρχίσει να φοβούνται – κυρίως τον ίδιο το Θηραμένη, μην τυχόν συσπειρωθούν γύρω του οι πολίτες –, διάλεξαν τρεις χιλιάδες Αθηναίους, που θα μετείχαν, λέει, στην άσκηση της εξουσίας». (2,3,18).
Οι φόβοι των τυράννων για τη στάση του Θηραμένη κρίνονται δικαιολογημένοι, αφού και το 411 π. Χ., όταν διέκρινε το αδιέξοδο του τότε πραξικοπήματος, αποσχίστηκε, έκανε δριμύτατη κριτική και τελικά συσπείρωσε τον κόσμο για την ανατροπή του. Ακριβώς τα ίδια φαίνεται να κάνει και τώρα, καθώς διαβλέποντας και πάλι το αδιέξοδο προσπαθεί να αλλάξει στρατόπεδο. Γι’ αυτό και δεν έμεινε ικανοποιημένος ούτε με την πρόταση της συμμετοχής των τριών χιλιάδων Αθηναίων στη εξουσία: «Αλλά και σ’ αυτό αντιμίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι πρώτα πρώτα αυτός τουλάχιστον το βρίσκει παράλογο, αν θέλουν να μοιραστούν την εξουσία με τους καλύτερους πολίτες, να διαλέξουν ειδικά τρεις χιλιάδες, λες και ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει αναγκαστικά τους ανθρώπους με υπόληψη, και ν’ αποκλείεται να μείναν έξω αξιόλογα πρόσωπα ή να περιλήφθηκαν παλιάνθρωποι». (2,3,19).
Ο Θηραμένης επικαλείται και πάλι το δημοκρατικό του προσωπείο. Κόπτεται για αξιοκρατία και αγωνιά μην τυχόν και βρεθούν αναξιόπιστοι σε θέσεις εξουσίας. Σαν να μην ήταν αυτός που έμεινε για μήνες στο Λύσανδρο αφήνοντας τους συμπολίτες του να λιμοκτονήσουν την περίοδο της πολιορκίας. Σαν να μην πρωταγωνίστησε στη ντροπιαστική δίκη και την εκτέλεση των στρατηγών, τότε που εγκαταλείφθηκαν οι ναυαγοί με δική του ευθύνη. Σαν να μη γνώριζε το χαρακτήρα και τις πεποιθήσεις του Κριτία, ο οποίος είχε εξοριστεί στο παρελθόν από τους δημοκρατικούς. Το ενδιαφέρον του για το ήθος των κυβερνώντων δεν μπορεί να πείσει.
Τα πραγματικά αίτια της μεταστροφής του αποκαλύπτονται στις συστάσεις που κάνει στους άλλους τυράννους: «”Έπειτα” είπε “διαπιστώνω ότι κάνουμε δύο τελείως αντιφατικά πράγματα – οργανώνουμε μια εξουσία που στηρίζεται στη βία, και που συνάμα έχει λιγότερη δύναμη απ’ αυτούς που εξουσιάζει”». (2,3,19).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θηραμένης είχε το χάρισμα να κοιτάει μπροστά. Αυτή του η δυνατότητα τον γλύτωσε πολλές φορές στο παρελθόν και τον έκανε να επιβιώσει σε μια πολιτική σκηνή, όπου παλιοί του συνεργάτες είχαν πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. Αυτό ακριβώς συνέβαινε και τώρα. Οι εξελίξεις θα τον δικαιώσουν. Όμως, όταν κάποιος παίζει συνεχώς με τη φωτιά, στο τέλος θα φτάσει σε αδιέξοδο.
Οι συνθήκες για να εγκαταλείψει τους άλλους τυράννους δεν είναι ακόμη καθόλου ώριμες, αφού – προς το παρόν – δεν υπάρχει καμία ασφαλής εναλλακτική. Όσο για να τους πείσει να αλλάξουν στάση, είναι αδύνατο. Η επιλογή του ήταν να διαφοροποιείται όσο το δυνατό περισσότερο παραμένοντας, όμως, στη διακυβέρνηση. Αφήνοντας τον καιρό να περάσει και ζυγίζοντας τις εξελίξεις θα έβρισκε την κατάλληλη στιγμή να αλλάξει στρατόπεδο.
Στο μεταξύ το καθεστώς των Τριάντα είχε φτάσει στην πλήρη ασυδοσία. Αφού διάλεξαν τους τρεις χιλιάδες, που είχαν αποφασίσει, και συνέγραψαν τον κατάλογο των ανθρώπων του καθεστώτος, «έστειλαν τη φρουρά και τους οπαδούς τους να πάρουν τα όπλα ολωνών εκτός από τους Τρεις Χιλιάδες, να τα μεταφέρουν στην Ακρόπολη και να τα συγκεντρώσουν στο Ναό. Ύστερα απ’ αυτό θεώρησαν ότι ήταν πια ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ήθελαν και σκότωσαν πολύν κόσμο – άλλους από προσωπικό μίσος κι άλλους για τις περιουσίες τους. Για να ‘χουν μάλιστα τα μέσα να συντηρούν τη φρουρά, αποφάσισαν να συλλάβουν ο καθένας από έναν μέτοικο, να τον εκτελέσουν και να δημεύσουν την περιουσία του». (2,3,20-21).
Ο Ξενοφώντας περιγράφει την πιο ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση, που πλέον δεν έχει ούτε την ελάχιστη επίφαση πολιτικής. Ένα δίχως όρια πλιάτσικο, που παρίστανε τη διαχείριση της εξουσίας.
Φυσικά, ο Θηραμένης δεν είχε καμία ανάμειξη σε όλα αυτά. Συνέχισε να απέχει ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να διασωθεί προστατεύοντας το όνομά του. Όχι μόνο αρνήθηκε να συλλάβει κανένα, αλλά επέκρινε έντονα τους ανθρώπους του καθεστώτος: «”Δεν το βρίσκω σωστό, τη στιγμή που λέμε ότι είμαστε οι εκλεκτοί, να φερόμαστε χειρότερα κι από τους παλιούς καταδότες. Εκείνοι έπαιρναν χρήματα από τα θύματά τους αλλά τ’ άφηναν τουλάχιστον να ζήσουν – κι εμείς θα σκοτώσουμε τόσους αθώους για να τους πάρουμε τα χρήματα; Δεν είναι τούτο πολύ πιο άδικο από το άλλο;”». (2,3,22-23).

 Ας πάμε τώρα να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από τον Ξενοφώντα από το έργο του «Ιέρων» ή Τυραννικός, που αναλύει εξαιρετικά απλά και ουσιαστικά τον λόγο που κυβερνούν οι άδικοι και διώκονται οι δίκαιοι…
'' Χαλεπὸν δ’ ἐρῶ σοι καὶ ἄλλο πάθημα, ὦ Σιμωνίδη, τῶν τυράννων. γιγνώσκουσι μὲν γὰρ οὐδὲν ἧττον τῶν ἰδιωτῶν τοὺς ἀλκίμους τε καὶ σοφοὺς καὶ δικαίους. τούτους δ’ ἀντὶ τοῦ ἄγασθαι φοβοῦνται, τοὺς μὲν ἀνδρείους, μή τι τολμήσωσι τῆς ἐλευθερίας ἕνεκεν, τοὺς δὲ σοφούς, μή τι μηχανήσωνται, τοὺς δὲ δικαίους, μὴ ἐπιθυμήσῃ τὸ πλῆθος ὑπ’ αὐτῶν προστατεῖσθαι. ὅταν δὲ τοὺς τοιούτους διὰ τὸν φόβον ὑπεξαιρῶνται, τίνες ἄλλοι αὐτοῖς καταλείπονται χρῆσθαι ἀλλ’ ἢ οἱ ἄδικοί τε καὶ ἀκρατεῖς καὶ ἀνδραποδώδεις; οἱ μὲν ἄδικοι πιστευόμενοι, διότι φοβοῦνται ὥσπερ οἱ τύραννοι τὰς πόλεις μήποτε ἐλεύθεραι γενόμεναι ἐγκρατεῖς αὐτῶν γένωνται, οἱ δ’ἀκρατεῖς τῆς εἰς τὸ παρὸν ἐξουσίας ἕνεκα, οἱ δ’ ἀνδραποδώδεις, διότι οὐδ’ αὐτοὶ ἀξιοῦσιν ἐλεύθεροι εἶναι. χαλεπὸν οὖν καὶ τοῦτο τὸ πάθημα ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι, τὸ ἄλλους μὲν ἡγεῖσθαι ἀγαθοὺς ἄνδρας, ἄλλοις δὲ χρῆσθαι ἀναγκάζεσθαι. ἔτι δὲ φιλόπολιν μὲν ἀνάγκη καὶ τὸν τύραννον εἶναι· ἄνευ γὰρ τῆς πόλεως οὔτ’ ἂν σῴζεσθαι δύναιτο οὔτ’ εὐδαιμονεῖν· ἡ δὲ τυραννὶς ἀναγκάζει καὶ ταῖς ἑαυτῶν πατρίσιν ἐνοχλεῖν. οὔτε γὰρ ἀλκίμους οὔτ’ εὐόπλους χαίρουσι τοὺς πολίτας παρασκευάζοντες, ἀλλὰ τοὺς ξένους δεινοτέρους τῶν πολιτῶν ποιοῦντες ἥδονται μᾶλλον καὶ τούτοις χρῶνται δορυφόροις. ἀλλὰ μὴν οὐδ’ ἂν εὐετηριῶν γενομένων ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν γίγνηται, οὐδὲ τότε συγχαίρει ὁ τύραννος. ἐνδεεστέροις γὰρ οὖσι ταπεινοτέροις αὐτοῖς οἴονται χρῆσθαι.''  
                       ( ΞΕΝΟΦΩΝ : ''ΙΕΡΩΝ'' )
«Θα σου πω κι ένα άλλο από τα δυσάρεστα που παθαίνουν οι τύραννοι, Σιμωνίδη. Αυτοί, παρ’ όλο που αναγνωρίζουν τους γενναίους, τους σοφούς και τους δίκαιους όχι λιγότερο απ’ ότι οι ιδιώτες, τους φοβούνται μάλλον παρά τους θαυμάζουν. Τους ανδρείους, μήπως και τολμήσουν κάτι για χάρη της ελευθερίας· τους σοφούς μήπως και μηχανευτούν κάτι· τους δίκαιους, μήπως τους θελήσει το πλήθος για κυβερνήτες του. Κι όταν οι τύραννοι από το φόβο τους τούς ξεπαστρέψουν αυτούς, ποιοι άλλοι θα τους μείνουν για να τους χρησιμοποιούν εκτός από τους άδικους, τους έκλυτους και τους δουλοπρεπείς; Τους άδικους τους εμπιστεύονται, γιατί κι αυτοί φοβούνται, όπως οι τύραννοι, μήπως η πόλη κάποια μέρα γίνει ελεύθερη και ασκήσει πάνω τους την εξουσία της· τους έκλυτους εξαιτίας της ελευθερίας δράσης που έχουν προς το παρόν και τους δουλοπρεπείς, επειδή αυτοί δεν έχουν καμιά αξίωση να είναι ελεύθεροι. Μου φαίνεται λοιπόν δυσάρεστο κι αυτό το πάθημα: άλλους να θεωρείς χρηστούς άνδρες κι άλλους να είσαι αναγκασμένος να χρησιμοποιείς. Επιπλέον, ο τύραννος είναι αναγκασμένος να αγαπά την πόλη του· γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί ούτε να υπάρχει ούτε να ευτυχεί· η τυραννία όμως αναγκάζει τους τυράννους να εγκαλούν την ίδια την πατρίδα τους. Γιατί, δεν χαίρονται κάνοντας τους πολίτες πιο γενναίους ή εξοπλίζοντας τους καλύτερα αλλά ευχαριστιούνται περισσότερο καθιστώντας τους ξένους ισχυρότερους για να τους χρησιμοποιούν μετά ως φρουρούς τους. Ακόμη κι όταν έρχονται καλές χρονιές για τις σοδειές και υπάρχει αφθονία αγαθών, ούτε τότε χαίρεται ο τύραννος· γιατί πιστεύει πως όσο πιο φτωχοί είναι οι άνθρωποι τόσο πιο υποταγμένοι είναι ώστε να τους χρησιμοποιεί                                         ( Μτφρ. Λ. Τρουλινού )

ΠΟΣΕΣ  ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ  ΜΠΟΡΕΙ  ΝΑ  ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ  ΚΑΝΕΙΣ  ΜΕΤΑ  ΑΠΟ  ΔΥΟΜΙΣΗ  ΧΙΛΙΑΔΕΣ  ΧΡΟΝΙΑ  ΤΥΡΑΝΙΑΣ ???
ΚΑΤΑ  ΚΑΠΟΙΟΥΣ  ΕΙΝΑΙ  (ΟΠΩΣ  ΛΕΝΕ ) ΑΝΩΦΕΛΟ  ΝΑ  ΜΕΛΕΤΑ  ΚΑΝΕΙΣ  ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ  ΔΕΝ  ΠΡΕΠΕΙ  ΝΑ  ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΙ  ΣΤΑ  ΣΧΟΛΕΙΑ.......
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ  ΟΜΩΣ  Ο  ΦΟΒΟΣ  ΤΟΥΣ,  ΜΗΠΩΣ  ΚΑΙ  ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ  ΟΙ  ΠΟΛΙΤΕΣ  ΠΟΙΟ  ΚΑΘΕΣΤΩΣ  ΤΟΥΣ  ΒΑΡΑΙΝΕΙ  ΚΑΙ  ΕΝΩΘΟΥΝ  ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ  ΔΙΧΩΣ  ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥΣ, ΕΙΝΑΙ  ΑΥΤΟ  ΠΟΥ  ΤΟΥΣ  ΕΝΟΧΛΕΙ  ΑΦΑΝΤΑΣΤΑ......
ΣΚΟΠΟΣ  ΤΟΥΣ  ΠΑΝΤΑ  ΗΤΑΝ  ΝΑ  ΑΦΑΝΙΣΟΥΝ  ΚΑΘΕ  ΤΙ  ΕΛΛΗΝΙΚΟ,  (ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΒΕΒΑΙΑ  ΓΙΑ  ΤΟΝ  ΕΑΥΤΟΝ  ΤΟΥΣ  ΑΥΤΗΝ  ΤΗΝ  ΓΝΩΣΗ ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΑΠΟ  ΤΟΥΣ  ΕΛΛΗΝΕΣ ) ΩΣΤΕ  ΝΑ  ΓΙΝΟΝΤΑΙ  ΥΠΟΧΕΙΡΙΑ  ΟΙ  ΠΟΛΙΤΕΣ ΛΟΥΦΑΖΟΝΤΑΣ  ΣΤΗΝ  ΑΓΝΟΙΑ  ΚΑΙ  ΤΟΝ  ΦΟΒΟ  ΜΗΝ  ΧΑΣΟΥΝ  ΤΑ  ΗΔΗ  ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ (ΨΙΧΟΥΛΑ),  ΑΓΝΟΟΝΤΑΣ ΤΟ  ΜΕΓΑΛΕΙΟ  ΤΗΣ  ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΚΑΙ  ΤΟΥ  ΦΩΤΕΙΝΟΥ  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ  ΠΡΟΓΟΝΩΝ  ΤΟΥΣ ΚΑΙ  ΘΕΛΗΣΟΥΝ  ΝΑ  ΤΟΝ  ΑΝΑΖΗΤΗΣΟΥΝ......

ΚΑΤΙ  ΠΟΥ  ΔΕΝ  ΜΠΟΡΕΙ  ΝΑ  ΔΙΑΡΚΕΣΕΙ  ΓΙΑ  ΠΑΝΤΑ  ΕΙΝΑΙ  ΣΙΓΟΥΡΑ  Η  ΤΥΡΑΝΙΑ.....
ΓΙΑΤΙ  ΤΟ  ΜΥΑΛΟ  ΜΠΟΡΕΙ  ΝΑ  ΓΑΛΟΥΧΗΘΕΙ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΠΑΡΑ-ΠΑΙΔΕΙΑ  ΑΛΛΑ  Η  ΨΥΧΗ  ΤΟΥ  ΕΛΛΗΝΑ  ΠΟΤΕ !!!



Τετάρτη, Απριλίου 25, 2018

Ο ''ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ'' ΕΝΑΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.



ΤΟ  ΑΕΝΑΟ  ΚΛΕΟΣ  ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ  ΠΡΟΓΟΝΩΝ  ΜΑΣ

ΞΕΚΙΝΟΝΤΑΣ  ΤΟ  ΕΡΓΟ  ΤΟΥ  Ο  ΘΟΥΚΙΔΙΔΗΣ  ΤΟ  ΑΠΕΚΑΛΕΣΕ  ''ΚΤΗΜΑ  ΕΣ ΑΕΙ''
ΔΗΛΑΔΗ  ΜΟΝΙΜΟ  ΑΠΟΚΤΗΜΑ  ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ  ΠΡΟΣ  ΓΝΩΣΙΝ  ΚΑΙ  ΠΑΙΔΕΙΑ,
ΚΑΤΙ  ΠΟΥ  ΘΑ  ΜΕΙΝΕΙ  ΓΙΑ  ΠΑΝΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ  ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΠΩΣ
ΚΑΙ  ΕΓΙΝΕ.

Ο  ''ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ  ΤΟΥ  ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ''  ΕΙΝΑΙ  ΕΝΑΣ  ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ  ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ  ΛΟΓΟΣ  ΠΟΥ   ΔΕΝ  ΕΙΝΑΙ  ΞΥΛΙΝΟΣ  ΟΠΩΣ  ΟΙ  ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ  ΑΛΛΑ  ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΚΑΙ  ΤΗΝ  ΠΑΙΔΕΙΑ  ΠΟΥ  ΕΙΧΑΝ  ΟΙ  ΕΛΛΗΝΕΣ  ΤΗΣ  ΕΠΟΧΗΣ  ΕΞΥΨΩΝΟΝΤΑΣ  ΤΟ  ΨΥΧΙΚΟ  ΣΘΕΝΟΣ,  ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ  ΚΑΛΟΥΣΕ  ΤΟΥΣ  ΠΟΛΙΤΕΣ  ΣΤΗΝ  ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ  ΤΟΥΣ  ΣΕ  ΕΝΑΝ  ΠΟΛΕΜΟ,  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΔΙΟΤΙ  ΟΠΩΣ  ΕΞΗΓΕΙ  ΣΕ  ΚΑΠΟΙΟ  ΣΗΜΕΙΟ  ΤΟΥ  ΛΟΓΟΥ (  Γιατὶ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τάφος εἶναι ἡ Γῆ ὁλόκληρη, καὶ τὴν ὕπαρξή τους δὲν τὴν φανερώνει μόνο ἡ ἐπιγραφὴ μιᾶς στήλης σὲ κάποιο μέρος τῆς πατρίδας τους, ἀλλὰ καὶ στὰ ξένα μέρη εἶναι ἐγκατεστημένη μία ἄγραφη ἀνάμνηση αὐτῶν σκαλισμένη ὄχι σὲ κάποιο ἔργο τέχνης ἀλλὰ μᾶλλον στὶς καρδιὲς ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὺς λοιπόν, ἐσεῖς τώρα νὰ τοὺς μιμηθεῖτε, καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι εὐδαιμονία εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἐλευθερία δὲ ἡ ψυχική τόλμη, μὴν τρομοκρατεῖσθε ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου  
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ  ΣΕ  ΚΑΘΕ  ΣΤΙΓΜΗ  ΤΗΣ  ΖΩΗΣ  ΤΟΥ  ΠΟΛΙΤΗ  ΚΑΙ  ΣΕ  ΚΑΘΕ  ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΤΟΥ  ΕΚΒΑΣΗ  ΜΕΣΑ  ΣΤΗΝ  ΚΟΙΝΩΝΙΑ  ΠΟΥ  ΖΕΙ  ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑΣ  ΣΤΑ  ΚΟΙΝΑ.........

ΚΑΤΙ  ΠΟΥ  ΠΟΛΥ  ΑΠΕΥΧΟΝΤΑΙ  ΣΗΜΕΡΑ  ΑΠΑΝΤΕΣ  ΟΙ  ''ΔΗΘΕΝ''  ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΟΥ  ΘΕΛΟΥΝ  ΜΕ  ΕΠΙΒΟΛΗ  ΝΑ  ΠΕΡΝΟΥΝ  ΤΙΣ  ΑΠΟΨΕΙΣ  ΤΟΥΣ  ΩΣ  ΕΙΔΗΜΟΝΕΣ  ΓΙΑ  ΤΙΣ  ΠΙΟ  ΕΞΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ  ΑΓΝΟΟΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΒΟΥΛΗΣΗ  ΤΩΝ  ΠΟΛΙΤΩΝ........ΚΑΘΙΣΤΟΝΤΑΣ  ΤΟΥΣ  ΩΣ  ΥΠΟΔΟΥΛΟΥΣ  ΥΠΗΚΟΟΥΣ......ΥΠΟΤΙΜΟΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΑΠΟΨΗ  ΤΟΥΣ.... ΑΠΟΜΑΚΡΟΥΣ  ΑΠΟ  ΚΑΘΕ  ΑΠΟΦΑΣΗ  ΠΟΥ  ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ  ΤΟ  ΜΕΛΛΟΝ  ΟΛΩΝ  ΤΩΝ  ΠΟΛΙΤΩΝ.


ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ  ΘΑ  ΛΕΓΑΜΕ  ΠΩΣ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΜΙΑ  ΕΧΟΥΜΕ  ΤΟΝ  ΕΠΙΤΑΦΙΟ  ΤΟΥ  ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ  (ΤΗΝ  ΕΠΟΧΗ  ΤΩΝ  ΠΡΟΓΟΝΩΝ  ΜΑΣ ).........

ΚΑΙ  ΣΗΜΕΡΑ  ΕΧΟΥΜΕ  (  ΜΕ  ΤΗΝ  ΕΝΑΛΛΑΓΗ  ΤΩΝ  ΕΝΝΟΙΩΝ  ΤΩΝ  ΛΕΞΕΩΝ )
ΤΟΝ  ΕΠΙΤΑΦΙΟ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  (ΑΦΟΥ  ΟΙ  ΠΟΛΙΤΕΣ  ΔΕΝ  ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ  ΠΟΥΘΕΝΑ  ΣΤΑ  ΚΟΙΝΑ  ΠΑΡΑ  ΜΟΝΟΝ  ΕΠΙΚΥΡΩΝΟΥΝ  ΤΗΝ  ΒΟΥΛΗΣΗ  ΤΩΝ  ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ  ΠΟΥ  ΕΙΤΕ  ΕΙΝΑΙ  ΛΑΘΕΜΕΝΗ, ΕΙΤΕ  ΠΑΡΑΝΟΜΗ  , ΛΟΓΟ ΤΗΣ  ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ  ΤΗΝ  ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ).


ΜΑΘΗΜΑ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΛΟΙΠΟΝ  ΑΠΟ  ΤΟΝ  ΘΟΥΚΙΔΙΔΗ  ΠΟΥ  ΑΦΗΣΕ  ΩΣ  ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ  ΓΙΑ  ΠΑΝΤΑ  ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ  ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ  ΤΟΥ  ΚΑΘΕ  ΠΟΛΙΤΗ  ΣΤΑ  ΚΟΙΝΑ  ΜΕ  ΑΡΕΤΗ,   ΙΣΟΝΟΜΙΑ, ΙΣΗΓΟΡΙΑ  ΣΕ  ΕΝΑΝ  ΔΙΑΡΚΗ  ΠΟΛΕΜΟ  ΓΙΑ  ΤΟ  ΔΙΚΑΙΟ  ΚΑΙ  ΤΗΝ  
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ .....
ΑΠΟ  ΤΟΥΣ  ΠΟΛΙΤΕΣ  ΜΑΖΙ  ΜΕ  ΟΛΟΥΣ  ΤΟΥΣ  ΠΟΛΙΤΕΣ  ΓΙΑ  ΟΛΟΥΣ  ΤΟΥΣ  ΠΟΛΙΤΕΣ......

ΑΥΤΟ  ΔΗΛΑΔΗ  ΠΟΥ  ΛΕΙΠΕΙ  ΠΑΝΤΕΛΩΣ  ΣΤΙΣ  ΜΕΡΕΣ  ΜΑΣ.... 

ΚΑΙ  ΠΟΥ  ΘΑ  ΕΠΡΕΠΕ  ΝΑ  ΕΙΝΑΙ  ΩΣ  ΑΓΩΓΗ  ΣΕ  ΚΑΘΕ  ΠΟΛΙΤΗ  ΑΠΟ  ΤΑ  ΝΕΑΝΙΚΑ  ΤΟΥ  ΧΡΟΝΙΑ.........



Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ὡς τώρα ἔχουν μιλήσει ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτὸ συνηθίζουν νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος στὸν νόμο ποὺ διέπει τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν πρόσθεσε τὴν διάταξη αὐτὴ περὶ ἐπιταφίου λόγου, γιατὶ θεωροῦν ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἀπονέμεται μιὰ τέτοια τιμὴ στοὺς νεκροὺς τῶν πολέμων κατὰ τὸν ἐνταφιασμό τους. Σὲ μένα ἐν τούτοις θὰ φαινόταν ὅτι εἶναι προτιμότερο, οἱ τιμὲς ποὺ ἀπονέμονται σὲ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν γενναῖοι με τὰ ἔργα τους, νὰ ἐκδηλώνονται καὶ αὐτὲς μὲ ἔργα μόνο, ὅπως εἶναι π.χ. αὐτές, τὶς ὁποῖες τώρα βλέπετε γύρω ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό τους, ποὺ ἔγινε δημοσίᾳ δαπάνῃ, καὶ ὄχι νὰ ἐξαρτῶνται οἱ ἀρετὲς τῶν πολλῶν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα ἢ τὴν ἀνικανότητα ἑνὸς ἀνθρώπου, νὰ κανονίζεται δηλαδὴ ἡ περὶ αὐτῶν ἐκτίμηση τῶν ἀκροατῶν ἀπὸ τὴν εὐφράδεια ἢ μὴ εὐφράδεια τοῦ ρήτορα. Γιατὶ εἶναι δύσκολο πράγμα νὰ μιλήσει κανεὶς ἀντικειμενικὰ (χωρὶς δηλαδὴ νὰ πεῖ οὔτε λιγότερα οὔτε περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι πρέπει) γιὰ κάποιο θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι δύσκολο νὰ ἐξακριβωθεῖ καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ ἁπλὴ ἰδέα, ὅτι τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν ρήτορα εἶναι ἀληθινά. Γιατὶ ὁ ἀκροατής, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὰ πράγματα καὶ εἶναι εὐνοϊκὰ διατεθειμένος πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔπραξαν, θὰ σχημάτιζε ἴσως τὴν ἰδέα, ὅτι αὐτὰ ἐκτέθηκαν κάπως κατώτερα ἀπὸ ὅ,τι αὐτὸς γνωρίζει καὶ ἐπιθυμεῖ, ἐνῶ ἀντίθετα, ὅποιος τὰ ἀγνοεῖ, θὰ σκεπτόταν ὅτι μερικὰ ἐκτέθηκαν ἀρκετὰ μεγαλοποιημένα, καὶ αὐτὸ ἀπὸ φθόνο, τὸν ὁποῖο δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει κάτι τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει τὶς δικές του φυσικὲς δυνάμεις. Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ἀνέχονται τοὺς ἐπαίνους ποὺ λέγονται γιὰ ἄλλους μόνο ἐφόσον κάθε ἀκροατὴς ἔχει τὴ γνώμη, ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ πράξει κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκούει. Ἐνῶ γιὰ κάθε τί, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, αἰσθάνεται διὰ μιᾶς φθόνο καὶ δυσπιστία. Ἐφόσον ὅμως οἱ πρόγονοί μας ἔκριναν ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πρέπει νὰ γίνονται τὰ πράγματα αὐτά, πρέπει κι ἐγὼ νὰ ἀκολουθήσω τὸ ἔθιμο αὐτὸ καὶ νὰ προσπαθήσω νὰ ἱκανοποιήσω τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν γνώμη τοῦ καθενός σας ὅσο μπορέσω περισσότερο.

Θὰ μιλήσω πρῶτα πρῶτα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Διότι εἶναι δίκαιο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ πρέπον, σὲ μιὰ τέτοια περίσταση, κατὰ τὴν ὁποία θρηνοῦμε καὶ ἐγκωμιάζουμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς ἀπονέμεται ἡ τιμὴ αὐτὴ νὰ μνημονεύονται πρῶτοι. Γιατὶ δὲν ὑπῆρξαν οὔτε μία στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία νὰ ἔπαυσαν νὰ κατοικοῦν τὴν χώρα αὐτή, καὶ χάρις στὴν ἀνδρεία τοὺς διαφύλατταν τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καὶ μᾶς τὴν παράδωσαν ἐλεύθερη. Καὶ ἐκεῖνοι λοιπὸν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο οἱ πατέρες μας. Γιατὶ ἐπὶ πλέον ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κληρονόμησαν, ἀπέκτησαν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ κληροδότησαν σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ὅλη αὐτὴ τὴν ἐπικράτεια ποὺ κατέχουμε σήμερα. Τὸ δὲ ἔργο τῆς περαιτέρω βελτίωσης, τὸ ἐπιτελέσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ εἴμαστε συγκεντρωμένοι ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι βρισκόμαστε ἀκόμη σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἡλικία μας, καὶ ἐμεῖς ἐφοδιάσαμε τὴν πόλη μας μὲ ὅλα τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι αὐταρκέστατη καὶ γιὰ πόλεμο καὶ γιὰ εἰρήνη. Ἀπὸ ὅλα δὲ αὐτὰ ἐγὼ ὅσα μὲν ἀναφέρονται σὲ πολεμικὰ κατορθώματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινε ἡ κάθε μιὰ κατάκτηση, ἢ ἀφοροῦν τὴν ἐνεργητικότητα, μὲ τὴν ὁποία ἀποκρούσαμε, εἴτε ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ εἴτε οἱ πρόγονοί μας, τοὺς ἑκάστοτε ἐπελθόντες ἐναντίον μας Βαρβάρους ἢ Ἕλληνες, ὅλα αὐτά, θὰ τὰ παραλείψω, γιατὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἀπεραντολογῶ ἐνώπιον ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τὰ γνωρίζουν.
Ἀλλὰ μὲ ποιὸν τρόπο φθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς δύναμης ποὺ εἴμαστε σήμερα, καὶ μὲ ποιὰ μορφὴ πολιτείας  καὶ μὲ ποιὲς συνήθειες ἔγινε μεγάλη ἡ δύναμή μας, ὅλα αὐτὰ θὰ ἀναπτύξω πρῶτα, καὶ ἔπειτα θὰ προχωρήσω στὸ ἐγκώμιο αὐτῶν ἐδῶ τῶν νεκρῶν, γιατὶ νομίζω ὅτι δὲν εἶναι ἀνάρμοστο νὰ λεχθοῦν αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, καὶ δὲν εἶναι ἀνώφελο νὰ τὰ ἀκούσουν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, ἀστοὶ καὶ ξένοι.

Ἔχουμε δηλαδὴ πολιτεία , η  ὁποῖα δὲν ἀντιγράφει τοὺς νόμους ἄλλων, μᾶλλον δὲ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπόδειγμα σὲ μερικοὺς παρὰ μιμούμαστε ἄλλους. Καὶ ὀνομάζεται  δημοκρατία, γιατὶ ἡ διοίκηση εἶναι στὰ χέρια τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τῶν ὀλίγων, ἔναντι δὲ τῶν νόμων εἶναι ὅλοι ἴσοι στὶς ἰδιωτικές τους διαφορές, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴν θέση τους στὸν δημόσιο βίο κάθε ἕνας προτιμᾶται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπίδοση τὴν ὁποία σημειώνει σὲ αὐτά, δηλαδὴ ἡ δημόσιά του σταδιοδρομία ἐξαρτᾶται μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἀτομική του ἀξία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ τάξη, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται, οὔτε πάλι ἕνας, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν φτωχὸς ἔχει ὅμως τὴν ἱκανότητα νὰ παράσχει κάποια ὑπηρεσία στὴν πατρίδα του, ἐμποδίζεται σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἄγνωστος. Ζοῦμε δὲ ώς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, καὶ σὰν πολίτες στὸν δημόσιο βίο καὶ σὰν ἄτομα στὸν ἰδιωτικό, στὶς ἐπιδιώξεις μας τῆς καθημερινῆς ζωῆς, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν κοιτᾶμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον μὲ καχυποψία, δὲν θυμώνουμε μὲ τὸν γείτονά μας, ὅταν κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει, οὔτε παίρνουμε μία φυσιογνωμία σκυθρωπή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μὴν βλάπτει τὸν ἄλλο, πάντως ὅμως εἶναι δυσάρεστη. Ἐνῶ δὲ στὴν ἰδιωτική μας ζωὴ συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, στὴν δημόσιά μας ζωή, σὰν πολίτες, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸ πάντων δὲν παραβαίνουμε τοὺς νόμους, ὑπακοῦμε δὲ στοὺς ἑκάστοτε κατέχοντες τὰ δημόσια ἀξιώματα καὶ στοὺς νόμους, πρὸ περισσότερο σὲ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ ὑποστήριξη τῶν ἀδικούμενων, καὶ σὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἄγραφοι, ἡ παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπὴ στοὺς παραβάτες.

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα μας ἔχουμε ἐφεύρει πλείστους ὅσους τρόπους νὰ τὸ ἀνακουφίζουμε ἀπὸ τοὺς κόπους, μὲ ἑορταστικοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες, τὶς ὁποῖες ἔχουμε καθιερώσει καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ μὲ εὐπρεπῆ ἰδιωτικὰ οἰκήματα, ἡ δὲ εὐχαρίστηση τὴν ὁποία καθημερινὰ ἀπολαμβάνουμε ἀπὸ ὅλα αὐτά, διώχνει τὴν μελαγχολία. Λόγω δὲ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων τῆς πόλης μας εἰσάγονται σὲ αὐτὴν προϊόντα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ συμβαίνει νὰ ἀπολαμβάνουμε ἔτσι τὰ προϊόντα τῶν ἄλλων χωρῶν μὲ ὅση οἰκειότητα καταναλώνουμε τὰ προϊόντα της Ἀττικῆς (σὰν νὰ εἶναι δηλαδὴ δικά μας).

Ὑπερέχουμε δὲ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους μας καὶ στὴν πολεμικὴ προετοιμασία κατὰ τὰ ἑξῆς: Τὴν πόλη μας π.χ. τὴν παρέχουμε ἀνοιχτή σε ὅλον τὸν κόσμο, καὶ ποτὲ δὲν ἀποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τοὺς ξένους ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἀκρόαμα ἢ θέαμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἂν δὲν τὸ κρατήσουμε μυστικὸ καὶ τὸ δεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, εἶναι δυνατὸν νὰ ὠφεληθεῖ, καὶ αὐτὸ γιατὶ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη ὄχι τόσο στὶς πολεμικὲς προετοιμασίες καὶ τὰ στρατηγήματα ὅσο στὴν ἔμφυτη γενναιότητά μας ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἔργα. Στὸ ζήτημα δὲ πάλι τῆς ἀγωγῆς, ἐνῶ ἐκεῖνοι ὑποβάλλονται ἀπὸ τὴν νεαρή τους ἀκόμα ἡλικία σὲ συνεχῆ καὶ ἐπίπονη ἄσκηση, μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκουν νὰ γίνουν γενναῖοι, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ὅμως εἴμαστε ἐξ ἴσου πρόθυμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς κινδύνους, τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζουν καὶ αὐτοί. Καὶ νὰ ἡ ἀπόδειξη: ἐνῶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκστρατεύουν κατὰ τῆς χώρας μας μὲ ὅλους τοὺς τοὺς συμμάχους καὶ ποτὲ μόνοι, ἐμεῖς ἐπερχόμαστε κατὰ τῶν ἄλλων ἐντελῶς μόνοι, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς νικᾶμε χωρὶς καμία δυσκολία τοὺς ἀντιπάλους μας, μολονότι ἐκεῖνοι μὲν μάχονται ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, ἐμεῖς δὲ εἴμαστε σὲ ξένο ἔδαφος. Καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀντιμετώπισε μέχρι σήμερα τὶς δυνάμεις μας ἑνωμένες, γιατὶ ἀφ᾿ ἑνὸς καταβάλλουμε πολλὲς φροντίδες ταυτόχρονα καὶ γιὰ τὸ ναυτικό μας, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου κατατέμνουμε τὶς δυνάμεις μας τοῦ πεζικοῦ καὶ τὶς στέλνουμε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἐπικράτειάς μας. Ἂν δὲ κάπου μὲ μέρος μόνο τῆς δύναμής μας συμπλακοῦν οἱ ἀντίπαλοί μας, τότε, ἂν μὲν νικήσουν, καυχῶνται ὅτι μᾶς νίκησαν ὅλους, ἂν δὲν νικηθοῦν, διακηρύσσουν ὅτι νικήθηκαν ἀπὸ ὅλους. Καὶ βέβαια, ἂν ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πολλὴ προθυμία τοὺς κινδύνους, μᾶλλον μὲ μιὰ ἀφροντισιὰ καὶ ἄνεση παρὰ μετὰ ἀπὸ ἐπίπονη ἄσκηση, καὶ μὲ ἀνδρεία, ἡ ὁποία ὀφείλεται ὄχι τόσο στὴν ἐπιβολὴ τῶν νόμων ὅσο στὴν φυσική μας εὐψυχία, ἔχουμε τὸ πλεονέκτημα ὅτι δὲν καταπονούμεθα προκαταβολικὰ γιὰ δεινά, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν ἀκόμα στὸ μέλλον, καὶ ὅτι, ὅταν φθάσει ἡ ὥρα τῶν δεινῶν αὐτῶν, ἀποδεικνυόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε λιγότερο τολμηροὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοχθοῦν ἀδιάκοπα. Δὲν εἶναι δὲ σὲ αὐτὰ μόνο ἀξιοθαύμαστη ἡ πόλη μας ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἀκόμη.

Γιατὶ εἴμαστε λάτρεις τοῦ ὡραίου, ὅμως χωρὶς σπατάλη χρήματος, καὶ καλλιεργοῦμε τὸ πνεῦμα χωρὶς νὰ χάνουμε τὴν ἀνδρεία μας. Καὶ μεταχειριζόμαστε τὸν πλοῦτο περισσότερο σὰν μία εὐκαιρία δράσης παρὰ σὰν ἀφορμὴ κομπορρημοσύνης, τὸ νὰ ὁμολογεῖ δὲ κανεὶς τὴν φτώχειά του δὲν εἶναι ντροπή, εἶναι ὅμως αἰσχρότερο τὸ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει μὲ τὴν ἐργασία. Ἐπὶ πλέον, οἱ ἴδιοι ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ φροντίζουμε ταυτόχρονα γιὰ τὶς ἰδιωτικές μας ὑποθέσεις καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς πόλης μας, καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι απασχολημενοι μὲ ἰδιωτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ αὐτοὶ ἀκόμα κατέχουν τὰ πολιτικὰ ζητήματα στὴν ἐντέλεια. Γιατὶ εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς ποὺ τὸν μὴ ἀναμειγνυόμενο καθόλου στὰ κοινὰ δὲν τὸν θεωροῦμε φιλήσυχο ἀλλὰ ἄχρηστο, καὶ οἱ μόνοι ποὺ ὅποτε δὲν τὰ ἐπινοοῦμε καὶ δὲν τὰ προτείνουμε οἱ ἴδιοι πάντως ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ κρίνουμε σωστὰ τὰ λαμβανόμενα μέτρα, τοὺς δὲ λόγους δὲν τοὺς θεωροῦμε καθόλου ἐμπόδιο τῶν ἔργων, ἀλλὰ μᾶλλον θεωροῦμε σὰν ἐμπόδιο τὸ νὰ μὴν ἔχουμε κατατοπισθεῖ προφορικὰ σὲ ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε, πρὶν καταπιαστοῦμε μὲ αὐτά. Γιατὶ ὑπερέχουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ ἀκόμη, ὅτι δηλαδὴ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποφασίζουμε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ ἐπιχειροῦμε. Ἐνῶ ὡς πρὸς αὐτὸ οἱ ἄλλοι... σὲ αὐτοὺς ἡ μὲν ἀμάθεια τοὺς κάνει νὰ ἀποφασίζουν ἡ δὲ σκέψη τοὺς κάνει νὰ διστάζουν. Πιὸ τολμηροὶ ὅμως ἀπὸ ὅλους εἶναι σωστὸ νὰ θεωροῦνται ὅσοι γνωρίζουν μὲ σαφήνεια ποιὲς εἶναι οἱ συμφορὲς καὶ ποιὰ τὰ εὐχάριστα, καὶ ὅμως ἡ γνώση αὐτὴ δὲν τοὺς κάνει νὰ ἀποφεύγουν τοὺς κινδύνους. Ἀλλὰ καὶ στὰ ζητήματα τῆς καλωσύνης διαφέρουμε ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ ἐμεῖς τοὺς φίλους τους ἀποκτᾶμε μᾶλλον εὐεργετώντας παρὰ εὐεργετούμενοι ἀπὸ αὐτούς. Σταθερότερος δὲ φίλος εἶναι ὁ εὐεργετῶν τὸν ἄλλον, γιατὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προσπαθεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ἀνάμνηση τῆς εὐεργεσίας μὲ τὸ νὰ φέρεται πάντοτε καλὰ πρὸς τὸν εὐεργετούμενο. Ἐνῶ ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ ὀφείλει τὴν εὐεργεσία εἶναι ψυχρότερος στὶς σχέσεις του, γιατὶ γνωρίζει, ὅτι πρόκειται νὰ ἀνταποδώσει τὴν καλωσύνη σὰν πληρωμὴ χρέους καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ ἄλλου. Καὶ εἴμαστε οἱ μόνοι ποὺ βοηθᾶμε τὸν ἄλλο χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀνησυχία, καὶ αὐτὸ μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἐμπνέει ἡ ἐλευθερία παρὰ ἀπὸ συμφεροντολογικοὺς ὑπολογισμούς.

Ἀνακεφαλαιώνοντας λοιπὸν τὰ παραπάνω τονίζω, ὅτι ἡ ὅλη πόλη εἶναι σχολεῖο τῆς Ἑλλάδας καὶ ὅτι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ προσαρμοστεῖ πρὸς τὶς πλέον διαφορετικὲς μορφὲς δράσεως μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐστροφία καὶ χάρη. Καὶ ὅτι αὐτὰ εἶναι μᾶλλον ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἁπλὴ κομπορρημοσύνη, κατάλληλη γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, τὸ ἀποδεικνύει αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς πόλης, τὴν ὁποία ἀποκτήσαμε μὲ τὶς ἱκανότητές μας αὐτές. Γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πόλη ἀπὸ τὶς σημερινὲς ποὺ ὅταν δοκιμάζεται ἀποδεικνύεται ἀνώτερή της φήμης της, καὶ ἡ μόνη, ἢ ὁποία οὔτε στὸν ἐχθρό, ποὺ τῆς ἐπιτίθεται, δίνει ἀφορμὴ νὰ ἀγανακτήσει μὲ ὅσα παθαίνει ἀπὸ τέτοιους ἀντιπάλους, οὔτε στοὺς ὑπηκόους της δίνει ἀφορμὴ γιὰ παράπονα, γιατὶ τάχα ἐξουσιάζονται ἀπὸ ἀνάξιους νὰ ἔχουν τὴν ἐξουσία. Ἡ δύναμή μας δὲ αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια χωρὶς ἀποδείξεις, ἀλλὰ ὑπάρχουν μεγαλοπρεπῆ μνημεῖα αὐτῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς θαυμάζουν» οἱ σύγχρονοί μας καὶ θὰ μᾶς θαυμάζουν καὶ οἱ μελλοντικὲς γενιές, καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ χρειαζόμαστε τοὺς ἐπαίνους οὔτε τοῦ Ὁμήρου οὔτε κανενὸς ἄλλου, τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι εἶναι δυνατὸν νὰ εὐχαριστήσουν πρὸς στιγμήν, θὰ ἔλθει ὅμως ἡ πραγματικότητα, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαλύψει ψεύτικη τὴν ἰδέα ποὺ σχηματίστηκε γιὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ γιατὶ ὁλόκληρη τὴ θάλασσα καὶ τὴν ξηρὰ τὴν ἐξαναγκάσαμε νὰ γίνει προσιτὴ στὴν τόλμη μας, ἱδρύσαμε δὲ παντοῦ αἰώνια μνημεῖα καὶ τῆς φιλίας μας καὶ τῆς ἔχθρας μας. Ὑπὲρ αὐτῆς λοιπὸν τῆς πόλης καὶ αὐτοὶ ἐδῶ λοιπὸν πολέμησαν γενναία καὶ βρῆκαν τὸν θάνατο, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὴν στέρησή της, καὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀπομένοντες στὴν ζωὴ ὁ καθένας πρέπει νὰ ἔχει τὴν προθυμία νὰ μοχθήσει γι᾿ αὐτήν.

Γι᾿ αὐτὸν λοιπὸν τὸ λόγο μακρηγόρησα γιὰ ὅσα ἀφοροῦν τὴν πόλη, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δηλαδὴ γιατὶ ἤθελα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἐμεῖς δὲν ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀγωνίζονται ὅσοι δὲν ἔχουν κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα σὲ ἴσο βαθμὸ μὲ μᾶς, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιατὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤθελα νὰ κάνω φανερό με ἀποδείξεις, ὅτι εἶναι δίκαιο τὸ ἐγκώμιο τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάω τώρα. Καὶ ἔχω ἤδη ἀναφέρει τὰ κυριότερα σημεῖα τούτου τοῦ ἐγκωμίου. Γιατὶ ὅσα εἶπα γιὰ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὴν ἐξυμνήσω, εἶναι στολίδια, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν στόλισαν οἱ ἀρετὲς αὐτῶν ἐδῶ καὶ ἄλλων ὁμοίων με αὐτούς, καὶ πολὺ λίγοι Ἕλληνες ὑπάρχουν, γιὰ τοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ λεχθεῖ, ὅ,τι μπορεῖ νὰ λεχθεῖ γι᾿ αὐτοὺς ἐδῶ, ὅτι δηλαδὴ φήμη τοὺς ἰσοσταθμίζει τὰ ἔργα τους. Ἔχω δὲ τὴ γνώμη, ὅτι θάνατος σὰν αὐτὸν ἐδῶ τῶν προκείμενων νεκρῶν παρέχει τὸ ἀληθινὸ μέτρο τῆς ἀξίας ἑνὸς ἀνθρώπου, καὶ ἄλλοτε μὲν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ τὴν προαναγγέλλει ἄλλοτε δὲ ὁ τελευταῖος ποὺ τὴν ἐπισφραγίζει. Γιατὶ καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμη ποὺ ὑστεροῦν κατὰ τὰ ἄλλα, δικαιοῦνται νὰ προβάλλουν γιὰ ὑπεράσπισή τους τὴν ἀνδραγαθία, τὴν ὁποία ἐπέδειξαν κατὰ τοὺς πολέμους, μαχόμενοι ὑπὲρ τῆς πατρίδας. Γιατὶ ἐξέλειψαν τὸ κακὸ διὰ τοῦ καλοῦ, καὶ μὲ τὶς καλές τους ὑπηρεσίες σὰν ὑπερασπιστὲς τῆς πατρίδας τὴν ὠφέλησαν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὴν ἔβλαψαν μὲ τὰ τυχὸν σφάλματά τους στὴν ἰδιωτική τους ζωή. Ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως ἐδῶ κανεὶς δὲν δείχθηκε δειλὸς μπροστὰ στὸν θάνατο ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου του, δὲν προτίμησε δηλαδὴ νὰ συνεχίσει τὴν ἀπόλαυσή του, οὔτε ἀπέφυγε τὸν κίνδυνο ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειάς του, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα δηλαδὴ ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει ἐπὶ τέλους κάποτε καὶ νὰ γίνει πλούσιος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ πόθησαν τὴν τιμωρία τῶν ἐχθρῶν τους, καὶ συνάμα θεώρησαν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐνδοξότερος κίνδυνος ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, καὶ γιὰ τοῦτο προθυμοποιήθηκαν νὰ ριφθοῦν σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς ἐχθρούς τους ἀφ᾿ ἑνός, καὶ γιὰ νὰ ἐπιδιώξουν τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν ἀφ᾿ ἑτέρου, τὴν μὲν ἀβεβαιότητα δηλαδὴ τῆς ἐπιτυχίας τὴν ἐμπιστεύθηκαν στὴν ἐλπίδα, ὡς πρὸς δὲ τὸν κίνδυνο τοῦ θανάτου ποὺ βρισκόταν μπροστὰ τοὺς κατὰ τὴν μάχη ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ στηριχθοῦν στὸν ἑαυτό τους καὶ μόνο. Καὶ μέσα στὴ μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ βροῦν τὸν θάνατο παρὰ νὰ σωθοῦν τρεπόμενοι σὲ φυγή, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπέφευγαν τὴν αἰσχρὴ φήμη τῆς δειλίας, καὶ ὑπέβαλαν τὰ σώματά τους σὲ ὅλα τὰ δεινά της μάχης, σὲ μιὰ δὲ κρίσιμη στιγμή, ποὺ ἦταν στὰ χέρια τῆς τύχης, στὸ ὕψος τῆς δόξας μᾶλλον παρὰ τοῦ τρόμου, βρῆκαν τὸν θάνατο.

Καὶ αὐτοὶ μὲν ἐδῶ τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι ὑπῆρξαν, ἀντάξιοί της πατρίδας τους. Σεῖς δὲ οἱ ἐπιζῶντες πρέπει νὰ εὔχεσθε, τὸ γενναῖο σας φρόνημα ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς νὰ εἶναι περισσότερο τυχερὸ ἀπὸ αὐτὸ τῶν προηγούμενων νεκρῶν, μὲ κανέναν ὅμως τρόπο νὰ καταδέχεσθε νὰ εἶναι λιγότερο τολμηρό, καὶ νὰ μὴν κρίνετε τὴν ἀξία τοῦ φρονήματος αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τοῦ ρήτορα μόνο, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ τὴν μεγαλοποιήσει ὅσο ἤθελε ἐνώπιόν σας (ἂν καὶ σεῖς τὰ ξέρετε τὸ ἴδιο καλὰ μὲ αὐτόν), ἀναφέροντας ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἄμυνα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ παρατηρεῖτε καθημερινὰ τὴ δύναμη τῆς πόλης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται μὲ ἔργα, καὶ νὰ κυριεύεσθε λίγο ἀπὸ ἔρωτα πρὸς αὐτήν, καὶ ὅταν σᾶς φανεῖ ὅτι εἶναι μεγάλη, νὰ συλλογίζεσθε ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπέκτησαν ἄνθρωποι τολμηροὶ ποὺ εἶχαν συναίσθηση τοῦ καθήκοντός τους, καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς μάχης εἶχαν πάντοτε μπροστὰ στὰ μάτια τοὺς τὸν φόβο τοῦ ντροπιάσματος, ὅσες φορὲς δὲ ἀποτύγχαναν σὲ κάποια τοὺς προσπάθεια, δὲν νόμιζαν ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ στερήσουν καὶ τὴν πόλη ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες τους, ἀλλὰ συνεισέφεραν ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ὡραιότερη συνεισφορά. Γιατὶ ἐνῶ ὅλοι μαζὶ ἀπὸ κοινοῦ πρόσφεραν στὴν ὑπηρεσία τῆς πατρίδας τὰ σώματά τους, ἀπελάμβαναν ἀτομικὰ κάθε ἕνας, σὰν ἀνταμοιβὴ τρόπον τινά, τὸν ἔπαινο, ὁ ὁποῖος δὲν γερνάει ποτέ, καὶ τὸν πιὸ ἐπίσημο τάφο, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει ἄνθρωπος, δὲν ἐννοῶ δὲ τὸν τάφο, στὸν ὁποῖο ἔχουν ἐναποτεθεῖ τὰ λείψανά τους, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν τάφο, στὸν ὁποῖο ἀπομένει μετὰ θάνατον ἡ δόξα τους καὶ μνημονεύεται αἰωνίως σὲ κάθε παρουσιαζόμενη κάθε φορὰ εὐκαιρία εἴτε λόγου εἴτε ἔργου. Γιατὶ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τάφος εἶναι ἡ Γῆ ὁλόκληρη, καὶ τὴν ὕπαρξή τους δὲν τὴν φανερώνει μόνο ἡ ἐπιγραφὴ μιᾶς στήλης σὲ κάποιο μέρος τῆς πατρίδας τους, ἀλλὰ καὶ στὰ ξένα μέρη εἶναι ἐγκατεστημένη μία ἄγραφη ἀνάμνηση αὐτῶν σκαλισμένη ὄχι σὲ κάποιο ἔργο τέχνης ἀλλὰ μᾶλλον στὶς καρδιὲς ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὺς λοιπόν, ἐσεῖς τώρα νὰ τοὺς μιμηθεῖτε, καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι εὐδαιμονία εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἐλευθερία δὲ ἡ τόλμη, μὴν τρομοκρατεῖσθε ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Γιατὶ δὲν θὰ ἦταν δικαιότερο νὰ ἀψηφοῦν τὴν ζωὴ τοὺς οἱ δυστυχοῦντες ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐλπίζουν νὰ ἀπολαύσουν κανέναν καλό, ἀλλὰ οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διάρκεια ἀκόμη τῆς ζωῆς τοὺς διατρέχουν τὸν κίνδυνο νὰ δοῦν τὴν κατάστασή τους νὰ μεταβάλλεται στὴν ἀντίθετη, δηλαδὴ τὴν δυστυχία, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἦταν πολὺ σημαντικὴ ἡ διαφορά, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι πάθαιναν κανένα ἀτύχημα. Γιατὶ προξενεῖ μεγαλύτερο πόνο, σὲ ἕναν βέβαια ποὺ ἔχει κάποια ὑψηλοφροσύνη, ἡ ἐξαθλίωση ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἐκφυλισμό, παρὰ ὁ θάνατος ποὺ τοῦ ἔρχεται ξαφνικά, χωρὶς κἂν νὰ γίνει αἰσθητός, ἐπάνω στὴν ἀκμὴ τῆς σωματικῆς του δύναμης καὶ ἐπάνω στὶς ἐλπίδες ποὺ τρέφει καὶ ὁ κάθε θνητός.

Γι᾿ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγο καὶ σᾶς τοὺς γονεῖς τῶν ἡρώων αὐτῶν, ὅσοι εἶσθε παρόντες, δὲν σᾶς κλαίω τὴν στιγμὴ αὐτή, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς παρηγορήσω. Γιατί, ὅπως ὅλοι, γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ὅτι μεγάλωσαν μέσα σὲ ποικίλες ἐναλλαγὲς τῆς τύχης, καὶ ὅτι εὐτυχισμένοι μπορεῖ νὰ θεωροῦνται μόνο ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους ἔλαχε ἡ μεγίστη τιμή, εἴτε ἕνας ἔντιμος θάνατος εἶναι αὐτή, ὅπως αὐτῶν ἐδῶ, εἴτε μία ἔντιμη λύπη, ὅπως ἡ δική σας, καὶ ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς τοὺς κανονίστηκαν κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε τὸ τέρμα τῆς εὐτυχίας τους νὰ συμπέσει μὲ τὸ τέρμα τῆς ζωῆς τους. Γνωρίζω βέβαια ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ σᾶς πείσω γι᾿ αὐτά, μιὰ τέτοια στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ εὐτυχία τῶν ἄλλων θὰ σᾶς κάνει νὰ θυμηθεῖτε πολλὲς φορὲς τὴν εὐτυχία, ποὺ κάποτε αἰσθανθήκατε καὶ σεῖς. Καὶ λύπη αἰσθάνεται κανεὶς ὄχι γιὰ τὴν ἔλλειψη τῶν ἀγαθῶν ποὺ δὲν δοκίμασε ποτὲ στὴν ζωή του, ἀλλὰ γιὰ τὴν στέρηση ἐκείνων, τὰ ὁποῖα πρὶν τοῦ ἀφαιρεθοῦν ἀποτέλεσαν μέρος τῆς ζωῆς του. Ὅσοι δὲ ἀπὸ ἐσᾶς εἶσθε σὲ ἡλικία ποὺ ἐπιτρέπει τὴν τεκνοποιία, πρέπει νὰ ὑποφέρετε τὸν πόνο σας μὲ περισσότερη ὑπομονή, γιατὶ ἐλπίζετε νὰ ἀποκτήσετε καὶ ἄλλα παιδιά. Γιατὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα σας ἰδιαίτερα ἐκεῖνα ποὺ θὰ γεννηθοῦν θὰ σᾶς κάνουν νὰ λησμονήσετε σιγὰ σιγὰ αὐτὰ ποὺ χάσατε στὸν πόλεμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πόλη τὸ κέρδος θὰ εἶναι διπλό, γιατὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφ᾿ ἑνὸς ἀποφεύγεται ἡ ἀπειλούμενη ἐρήμωση ἀπὸ τὴν ἐλάττωση τοῦ πληθυσμοῦ, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἐνισχύεται ἡ ἀσφάλειά της. Γιατὶ τίποτε τὸ σωστὸ καὶ δίκαιο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ συμβουλεύσουν τὴν πόλη ὅσοι δὲν ἔχουν παιδιὰ νὰ τὰ ἐκθέσουν στὸν κίνδυνο ποὺ ἐκτίθενται τὰ παιδιὰ ὅλων τῶν ἄλλων. Ὅσοι δὲ πάλι ἔχετε προσπεράσει τὸ ὅριο αὐτὸ τῆς ἡλικίας, πρέπει νὰ θεωρεῖτε κέρδος τὸ ὅτι περάσατε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς σας εὐτυχισμένοι, ἡ δὲ περίοδος τῆς λυπημένης ζωῆς σας θὰ εἶναι σύντομη, καὶ νὰ ἀνακουφίζεσθε ἀπὸ τὴν δόξα αὐτῶν ἐδῶ τῶν ἡρωϊκῶς πεσόντων παιδιῶν σας. Γιατὶ τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν γερνάει ποτὲ εἶναι ἡ φιλοδοξία, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εὐχαριστεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν γεροντική του ἡλικία, ὅταν εἶναι ἄχρηστος πιά, δὲν εἶναι τὸ κέρδος, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλὰ ἡ ἀπόλαυση τιμῶν.

Ὡς πρὸς σᾶς δὲ ἐξ ἄλλου, τοὺς γιοὺς καὶ ἀδελφούς τους, ὅσοι εἶσθε παρόντες, βλέπω ὅτι ἡ προσπάθεια, τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ καταβάλλετε, γιὰ νὰ τοὺς μιμεῖσθε, εἶναι τρομακτικὰ δύσκολη. Γιατὶ ὅλοι συνηθίζουν νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ὑπάρχει πλέον, ὁσοδήποτε δὲ ὑπέροχη καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι εἶναι ἡ ἀρετή σας, μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ θεωρούσατε ὅτι εἶσθε, ὄχι ὅμοιοι, ἀλλὰ κατὰ τί κατώτεροι. Γιατὶ καὶ μεταξὺ τῶν ζώντων ὑπάρχει φθόνος ἀμοιβαῖος ἐκ μέρους τῶν ἑκάστοτε ἀντιζήλων, ὅποιος δὲ πεθαίνει καὶ δὲν εἶναι ἐμπόδιο σὲ κανέναν τιμᾶται μὲ μία εὔνοια ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ἀντίδραση. Ἂν δὲ πρέπει νὰ κάνω λόγο καὶ γιὰ τὴν γυναικεία ἀρετή, σχετικὰ μὲ αὐτὲς ποὺ θὰ ζοῦν ὡς ἑξῆς σὰν χῆρες, θὰ συμπεριλάβω ὅλα ὅσα ἔχω νὰ πῶ σὲ μία σύντομη παραίνεση: θὰ εἶναι μεγάλη ἡ δόξα σας, ἂν δὲν δειχθεῖτε κατώτεροι τοῦ φυσικοῦ σας χαρακτήρα, καὶ μάλιστα ἂν γιὰ τὴν κάθε μιά σας γίνεται ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερος λόγος μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, εἴτε πρὸς ἔπαινον εἴτε πρὸς κατηγορία (εἴτε γιὰ καλὸ εἴτε γιὰ κακό).

Ἐκφώνησα λοιπὸν κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιταγὴ τοῦ νόμου, τὸν ἐπιτάφιο, καὶ εἶπα ὅ,τι εἶχα νὰ πῶ κατάλληλο γιὰ τὴν περίσταση, καὶ μὲ ἔργα δὲ αὐτοί, τοὺς ὁποίους θάπτουμε, ἐν μέρει μὲν ἔχουν τιμηθεῖ τώρα ἀμέσως, ἐν μέρει δὲ θὰ τιμῶνται στὸ μέλλον, γιατὶ ἡ πόλη θὰ ἀνατρέφει τὰ παιδιὰ τοὺς δημοσία δαπάνη μέχρι ποὺ νὰ γίνουν ἔφηβοι, ἀπονέμουσα ἔτσι καὶ σὲ αὐτοὺς ἐδῶ καὶ στοὺς ἐπιζῶντες χρήσιμη ἀμοιβή, ἀντὶ στεφάνου τρόπον τινά, γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδας. Γιατὶ ὅπου τὰ βραβεῖα τῆς ἀρετῆς εἶναι τὰ πιὸ μεγάλα, ἐκεῖ συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν πολιτῶν καὶ οἱ πιὸ ἐνάρετοι ἄνδρες. Καὶ τώρα νὰ χορτάσει ὁ καθένας θρηνώντας τὸν δικό του καὶ ἔπειτα νὰ ἀποχωρήσει».


ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ  ΤΟ  ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ :

[35] Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ᾿ ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.

[36] Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι᾿ ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ Ἕλληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ᾿ αὐτὰ καὶ μεθ᾿ οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.

[37] Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ᾿ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ᾿ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ᾿ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ᾿ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι᾿ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ᾿ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ᾿ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.

[38] Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ᾿ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

[39] Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ᾿ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ᾿ ἑαυτούς, μεθ᾿ ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ᾿ ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις.

[40] Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾿ ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ᾿ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ᾿ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.

[41] Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ᾿ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ᾿ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ᾿ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ᾿ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ᾿ οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ᾿ ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ᾿ ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.

[42] Δι᾿ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ᾿ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ᾿ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ᾿ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι᾿ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.

[43] Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ᾿ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ᾿ ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ᾿ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ᾿ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ᾿ οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.

[44] Δι᾿ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ᾿ εὐτυχές, ὃ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ᾿ οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι ὃ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ᾿ αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι.

[45] παισὶ δ᾿ αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ᾿ ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ᾿ ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ᾿ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.

[46] Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε.